ΦΙΛ

ΦΙΛ

Κυριακή 25 Αυγούστου 2013

Μια πρόταση για το "νέο παραγωγικό μοντέλο"



Το «νέο παραγωγικό μοντέλο» πρέπει να βάλει δυο στόχους. Ή μάλλον ένα στόχο ο οποίος επιτυγχάνεται σε δυο στάδια. Να καταστήσει κατ’ αρχήν τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που μπορούν να παραχθούν στην Ελλάδα  φθηνότερα και ανταγωνιστικότερα των εισαγομένων, και. σε δεύτερη φάση, να καταστήσει όσα γίνεται, βάσει των αρχών της διαφοροποίησης και του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος, ανταγωνιστικότερα στις εξωτερικές αγορές.

Από κει και πέρα πρέπει να δουλέψουμε σε ποιους τομείς μπορούμε να επιλέξουμε προς ανάπτυξη ώστε να επιτύχουμε καλύτερα τα παραπάνω.

Για μένα είναι προφανές ότι δυο τομείς είναι υποψήφιοι για αυτό. Η αγροτική παραγωγή και ο τουρισμός. (Εδώ αξίζει να σημειώσουμε ότι η προσέλκυση αλλοδαπών τουριστών κατά μια ευρεία οικονομική αντίληψη θεωρείται εξαγωγή.)

Δίνοντας το βάρος σ αυτούς τους δυο τομείς μπορεί πραγματικά να δοθεί ώθηση στην οικονομία, συμπαρασέρνοντας και άλλους τομείς. (Οικοδομή, εμπόριο, υπηρεσίες κλπ)

Όσον αφορά στην αγροτική παραγωγή, υπάρχουν δυο βασικά εργαλεία τα οποία μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε.

Πρώτον, να πείσουμε τις μεμονωμένες αγροτικές μονάδες για τα καλύτερα οικονομικά αποτελέσματα που θα υπάρξουν εάν δημιουργηθούν συνέργειες. Να μπορέσουμε από απλούς παραγωγούς να τους κάνουμε αγροτικούς επιχειρηματίες μεγαλύτερης κλίμακας. Υπάρχει ένας πρόσφατος σχετικά νέος νόμος για τη δημιουργία συνεταιρισμών ο οποίος μένει παντελώς αναξιοποίητος. Υπάρχει νέα μορφή κεφαλαιουχικής εταιρείας (ΙΚΕ) με απαιτούμενο μηδενικό κεφάλαιο, και έχει θεσμοθετηθεί το ίδιο ήδη και για τις ΕΠΕ. Υπάρχουν ένα σωρό νέοι επιστήμονες στον οικονομικό τομέα, τα μεταπτυχιακά στη διοίκηση επιχειρήσεων είναι ουκ ολίγα πλέον. Πρέπει να βρεθεί τρόπος, και να δοθούν κίνητρα έτσι ώστε όλα αυτά να συνταιριαστούν και να μπουν σε εφαρμογή. Επίσης, αν μου επιτρέπεται να κάνω προβλέψεις, θεωρώ ότι μια τέτοια αξιόπιστα οργανωμένη προσπάθεια, πέραν του ντόπιου κεφαλαίου, το οποίο αδιαμφισβήτητα υπάρχει, και κείται αχρησιμοποίητο εδώ ή σε τράπεζες του εξωτερικού, μπορεί να προσελκύσει  ιδιωτικό κεφάλαιο κατευθείαν από έξω. (JV ή καθαρή επένδυση).

Το δεύτερο εργαλείο είναι αυτό που όλοι μας θεωρούμε αρνητικό γεγονός, αλλά που όμως μπορούμε να το γυρίσουμε υπέρ μας. Και δεν εννοώ τίποτα άλλο από τη αθρόα παράνομη εισερχόμενη μετανάστευση. Αυτή τη στιγμή έχουμε ένα σωρό φθηνά εργατικά χέρια, τα οποία μπορούν δουλεύουν για λιγότερα λεφτά σε σχέση με τα ελληνικά δεδομένα, αλλά πολύ περισσότερα όμως σε σχέση με τα δεδομένα των χωρών από τις οποίες προέρχονται, μένοντας έτσι ικανοποιημένες και οι δυο πλευρές, ξένοι μετανάστες και έλληνες εργοδότες . Αυτό μεταφράζεται στη σημερινή πραγματικότητα σε αθρόα παράνομη εργασία, και σε εκφυλιστικά φαινόμενα τύπου Μανωλάδας. Πιστεύω ότι θα ήταν πολύ καλύτερα εάν αυτοί οι μετανάστες, διοχετευόντουσαν νόμιμα και ελεγχόμενα, αλλά με οπωσδήποτε πιο ανοιχτές στρόφιγγες, στην αγορά εργασίας, ως εργάτες κυρίως, κατεβάζοντας το κόστος ανοικοδόμησης της Ελληνικής οικονομίας.


Ο δεύτερος τομέας, ο τουρισμός, κατά τη γνώμη μου είναι η απόλυτη εφαρμογή του «ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος» καθ΄ όσον μας αφορά σα χώρα. Και εάν η ανάπτυξη γίνει σε ένα ίδιου ύψους ανεβασμένο επιχειρηματικό επίπεδο, και ξεφύγει από τα άθλια rooms to let, μπορεί να δώσει ώθηση στην οικονομία. Και όταν λέμε τουρισμό δεν εννοούμε μόνο τα ξενοδοχεία, τις παραλίες κλπ. Πρέπει από τη στιγμή που θα περάσει τα σύνορα ο τουρίστας, κάθε εμπειρία που θα αντιμετωπίζει στη χώρα μας να είναι θετική γι αυτόν, να του δίνει,  όπως λέει και το κλισέ, ιδιαίτερη perceived value. Όπως καταλαβαίνετε αυτό περιλαμβάνει μια μεγάλη έκταση προϊόντων και υπηρεσιών.

Εννοείται ότι για να επιτύχουν αυτά, εκτός από τα φορολογικά και επιχειρηματικά κίνητρα που πρέπει να δοθούν, πρέπει να επίσης να γίνει ένα ξεκαθάρισμα στο γραφειοκρατικό πεδίο,  και να μην υπάρχουν κλειστές επαγγελματικές ομάδες σε όλη την εφοδιαστική αλυσίδα, που να έχουν τη δύναμη να διαμορφώνουν τιμές πέραν της ελεύθερης αγοράς. (πχ μεταφορείς – διοικητικές υπηρεσίες κλπ)


Καταλήγοντας θα ήθελα να πω πως κατά τη γνώμη αυτό που λείπει σήμερα από την Ελλάδα είναι το όραμα. Το όραμα και η θετική προσδοκία, ότι αυτός που θα βάλει τα λεφτά του, ξένος ή Έλληνας, θα τα ξαναπάρει με το λογικό κέρδος.

Μπορεί κάποιος να παρατηρήσει ότι θα υπάρξει λυσσαλέα πολεμική από τους σημερινούς «βολεμένους» με τη στήριξη των κομμάτων της σύγχρονης αντιδραστικής και εθνικιστικής δεξιάς και αριστεράς. Ενδεχομένως η πρώτη περίοδος να είναι δύσκολη. Αν κρατήσουμε όμως σα χώρα, πιστεύω ότι με το που φανούν τα πρώτα αναπτυξιακά αποτελέσματα, όλες αυτές οι παρωχημένες αντιδράσεις θα καμφθούν και η χώρα μας θα έχει μπει πάλι σε ανοδική πορεία.

Κυριακή 18 Αυγούστου 2013

Δημοκρατία σημαίνει και φορολογία και ποπ σκυλάδικο

Το παρακάτω κείμενο είναι ένα από τα πιο δίκαια και ισορροπημένα που διάβασα τον τελευταίο καιρό. Νομίζω ότι του αξίζουν, όχι μια, αλλά περισσότερες αναγνώσεις, καθ΄ότι ο πυκνός του λόγος είναι πλήρης ποικίλων εννοιών και ιδεών, οι οποίες δε φαίνονται με τη πρώτη ανάγνωση. Με bold έχω τα σημεία που άγγιξαν τις ιδιάιτερες ευαισθησίες μου

Παναγής Παναγιωτόπουλος,

Τα Νέα, 17/08/2013 via

  Η ριζοσπαστική Αριστερά νομίζει ότι η πραγματικότητα στριμώχνεται στα μέτρα τής υπο-μαρξίζουσας κοινωνιολογίας της. Οι πεινασμένοι εξεγείρονται, οι χορτάτοι πείθονται ότι πεινούν και μαζί επαναστατούν για να «κοινωνικοποιήσουν εξαγωγικές επιχειρήσεις», να τιμωρήσουν τους νεογερμανoτσολιάδες, να απολαύσουν την ανταλλακτική οικονομία και τη λαϊκή εξουσία. Λίγος αντισυστημισμός ακόμα και ο λαός θα εγκαταλείψει τον νεοφιλελεύθερο μονόδρομο, τον αλλοτριωτικό καπιταλιστικό τρόπο ζωής, για να χαρεί την πλήρη δημοκρατία και τις καινοφανείς ελευθερίες που θα του διαθέσουν οι κοινότητες αλληλεγγύης.

  Σε αυτή τη νεοκομμουνιστική σύλληψη της ελληνικής κοινωνίας του 2013 μπορείς να αντιπαρατεθείς προβάλλοντας τη διαφωτιστική παράδοση του κοινωνικού συμβολαίου, την ορθολογική δυναμική του εμπορίου ή να ξαναθυμίσεις τις τραγωδίες της κοινοκτημοσύνης του 20ού αιώνα. 

 Τίποτα τέτοιο δεν είναι ωστόσο αναγκαίο. 

Απέναντι στην επαναστατική υπόσχεση στέκεται μια καταλυτικά μελαγχολική πραγματικότητα. Ελλάδα και Ευρώπη, υποτασσόμενες στην ύφεση, πλήττονται από έναν ποικιλόμορφο νεοσυντηρητισμό που συρρικνώνει τη δημοκρατία, υπονομεύει την κουλτούρα της κοινωνικής ειρήνης, στιγματίζει τα αιτήματα ελευθερίας, ενταφιάζει την αλληλεγγύη μεταξύ των γενεών και μεταξύ των εθνών. 

Η ισχύς της Χρυσής Αυγής και η παραστρατιωτική καθημερινότητα με την οποία πλαισιώνει τα μέλη της, οι εμμονές περί τάξεως και ασφαλείας, το κυβερνητικό προσύμφωνο του Αλέξη Τσίπρα με τον επικεφαλής της ακραίας συνωμοσιολογικής Δεξιάς (και η μνημειώδης υπεράσπισή του ως «uncorrect δημοκράτη»!), η τοξική συμμετοχή του ανώτερου κλήρου στη δημόσια σφαίρα, η παραδοσιοκεντρική και ενίοτε αυταρχική ταυτότητα της κυβερνώσας ΝΔ είναι μικρά δείγματα του σιγανού αλλά επίμονου πάθους για την ανελευθερία που κυκλώνει την ευάλωτη δημοκρατία μας. Ας γίνει επιτέλους αντιληπτό: ο μοναδικός ριζοσπαστισμός που θα προκύψει, εάν τελικά μετατραπούμε σε κράτος-παρία, σε αποσυνάγωγο του παγκόσμιου καπιταλισμού και σε κοινωνία της στοιχειώδους επιβίωσης - χωρίς ΕΣΠΑ, μεταδιδακτορικές υποτροφίες από τραπεζικά ιδρύματα, ίνσταγκραμ, κοκτέιλ μπαρ και σύμφωνα συμβίωσης -, θα είναι ολοκληρωτικός, στρατοπεδικός, φασιστικός. 

 Αυτή η συντηρητική μετατόπιση συμπληρώνεται από μια ανακαινισμένη μεταπολιτευτική πολιτισμική ορθοφροσύνη που εκφέρεται δυστυχώς από μερίδα της φιλελεύθερης φιλοευρωπαϊκής ελίτ. Με αφετηρία την ορθή διαπίστωση ότι το μαύρο χρήμα και η κρατικοδίαιτη προσοδοθηρία (μεγάλων και μικρών) προκαλούν ανυπόφορες κοινωνικές ανισότητες, ορισμένοι ανομολόγητοι ελιτιστές τακτοποιούν ανοικτούς λογαριασμούς τους με την «μπας κλας» κουλτούρα της ανώτερης και της μεσαίας τάξης. Αξιόλογοι και έντιμοι άνθρωποι, με μέριμνα για μια δημοκρατική και δίκαιη υπέρβαση της κρίσης, διολισθαίνουν στην ηθική αστυνόμευση της ζωής, στον στιγματισμό αυτού που οι ίδιοι θεωρούν όχι απλώς ευτελές, αλλά και καταγωγή των χρεοκοπικών μας δεινών. Αθελά τους συμβάλλουν στη νεοσυντηρητική περικύκλωση της δημοκρατίας και στον εξαγνισμό της φτώχειας. Το κάνουν προβαίνοντας σε μια (ελπίζω ασύνειδη) πνευματική λαθροχειρία. Συγχέουν τα ηθικά συναισθήματα και τον τρόπο ζωής των ατόμων με τις δημόσιες οικονομικές υποχρεώσεις των πολιτών. Ωστόσο τίποτα δεν αποδεικνύει ότι η ενδημική φοροδιαφυγή είναι σύμφυτη με τον πολιτισμό και τους συμβολισμούς της σπατάλης.

 Ο Δημοσθένης Κούρτοβικ, για παράδειγμα, οξυδερκής και δίκαιος στην κριτική του προσέγγιση της λογοτεχνίας, στο φύλλο των «ΝΕΩΝ» του περασμένου Σαββάτου (10/8/2013) προσήλθε και αυτός στη νεοσυντηρητική κοινοτοπία κατηγορώντας τον ελληνικό μικρο-μεγαλο-αστισμό για έλλειψη πατριωτικής ευθύνης, για την παράδοσή του, το «κάψιμό» του στον φτηνιάρικο ηδονισμό. Η, στα όρια του «μαγικού ρεαλισμού» (για να πατήσουμε και εμείς ξένα χωράφια), «εκτίμηση» ότι ο Σόιμπλε θα περπατούσε στη θέα θαυματοποιού σαμπάνιας, οι εθνοσεξιστικές χυδαιότητες του Ρέμου, οι μυριάδες των αθεώρητων εισιτηρίων και φορολογικών παραβάσεων του σκυλοπόπ θέρους ήταν άριστες αιτίες πολέμου κατά της Μυκόνου, της χλιδής, της κατανάλωσης. Πίσω όμως από τον σκανδαλισμό που προκαλεί ο οικονομικός κυνισμός της νύχτας κρύβεται μια βαθύτερη δυσανεξία, ξένη προς την αδιαπραγμάτευτη φορολογική υποχρέωση των πολιτών: η απαρέσκεια μιας ελίτ μπροστά στο «ξόδεμα», τη «χυδαία» γοητεία, τον σεξουαλικό πειραματισμό, τη συναισθηματική ελαφρότητα και κάθε ενσάρκωση της «μέσης» εθνικής κουλτούρας. Πίσω από το ανάθεμα στην αστική τάξη των ραντιέρηδων/μεταπρατών είναι η απέχθεια για το μικροαστικό της παρακολούθημα. Μαζί με την καταγγελία του παρασιτισμού και της κρατικοδίαιτης πελατειακής εξάρτησης έρχεται η αφʼ υψηλού υποτίμηση των ευτελών-λαμπερών απολαύσεων και των φορέων τους, που θα όφειλαν είτε να εξαγνιστούν στο νάμα της νέας φτώχειας ή να αναλάβουν την ηθική ευθύνη της εθνικής ανόρθωσης. Ετσι, δεν ψέγεται τόσο πολύ το μαύρο χρήμα του εφήμερου ναρκισσισμού των «πλουσίων» όσο η κουλτούρα των μεσοστρωμάτων και η ατελής αστικοποίησή τους. 

Η ηθικολογία αυτή, παρότι αντλεί από τη μετρημένη ελληνοευρωπαϊκή εικονολογία της Γενιάς του ʼ30 και τις καλύτερες αστικές παραδόσεις, σήμερα διαβρώνει θεμελιώδεις προϋποθέσεις της σύγχρονης δημοκρατίας και της ελεύθερης οικονομίας: την ατομική ευδαιμονία, το δικαίωμα να ξοδεύεις τα χρήματά σου και να διαθέτεις το σώμα σου όπως νομίζεις, τον πλουραλισμό και την ευπλαστότητα ταυτοτήτων, και τη φαντασιακή μα αυτοδίκαιη επιθυμία για πλούτο. Η εγκρατής και ταπεινή ζωή που υπογείως αντιπροτείνεται νομιμοποιεί την αντίδραση όσων (προσποιητά και ιδιοτελώς) φρίττουν με την εξυγίανση των δημοσίων οικονομικών και το Μνημόνιο, περιγράφοντάς τα ως ύπουλο σχέδιο των καλβινιστών του Βορρά για «να μας κάνουν σαν τα μούτρα τους». Παραπέμπει δε σε κάτι που δεν είναι διαχειρίσιμο από τη δημοκρατία, στη φτώχεια. Με τον ίδιο τρόπο που η περαιτέρω ριζοσπαστικοποίηση δεν οδηγεί στη χειραφέτηση αλλά μάλλον στο αντίθετό της, έτσι και η ιδεολογία της στέρησης - εγκράτειας αντίκειται στον σύγχρονο καπιταλισμό και στην, διάτρητη έστω, ατομικιστική δημοκρατία που τον συνοδεύει. 

Η ευγενής φορολογική αγωνία, όταν μεταπίπτει σε ηθικολογία, υποσκάπτει τη δημοκρατία, όπως το κάνει και ο αριστερός αντισυστημισμός όταν αρνείται να δει ότι το χρώμα της όποιας ριζικής μεταβολής θα είναι εν τέλει φαιό. Είναι οι δύο όψεις του ίδιου μιζεραμπιλισμού. Εξάλλου, αν σε συνθήκες φθόνου, ανασφάλειας και αποστέρησης νοήματος, δεν έχουμε οριστικά απορρίψει τον ευρωπαϊκό κοινοβουλευτισμό είναι επειδή η καταναλωτική ευδαιμονία ακόμη φαντάζει καπιταλιστικά και δημοκρατικά ανακτήσιμη, έστω με λιγότερα χρήματα και μεγαλύτερο κόπο, έστω και πληρώνοντας τους φόρους μας. 

Ο δίκαιος φορολογικός επιμερισμός για την επίτευξη πλεονασματικών προϋπολογισμών αποτελεί επαρκέστατο δημοκρατικό πρόταγμα που δεν χρειάζεται κανένα ηθικολογικό συμπλήρωμα - η φοροδιαφυγή είναι εγκληματική και κοινωνικά ανάλγητη αφʼ εαυτής. Απεχθής φοροφυγάς είναι και αυτός που γελοιοποιείται πίνοντας σαμπάνια στην υγεία του «ανάπηρου δυνάστη» και ο «άγιος» γονιός που χρηματοδοτεί τριπλές, παρατεταμένες, αντιπαραγωγικές σπουδές «τέχνης» των τέκνων του στη Βρετανία ή σε άλλους γνωστικούς παραδείσους.

Κυριακή 11 Αυγούστου 2013

Μια φανταστική εκπαιδευτική μεταρρύθμιση!


Από τότε που τέλειωνα το λύκειο, έχω το συναίσθημα ότι κάθε υπουργός Παιδείας βάζει προσωπικό στοίχημα με τον εαυτό του να φτιάξει ένα χειρότερο σύστημα από τον προκάτοχό του.

Ακριβώς το ίδιο συμβαίνει και με το νέο νομοσχέδιο για τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση που δόθηκε στη δημοσιότητα αυτές τις μέρες. Οι ανακολουθίες προθέσεων και αποτελέσματος είναι προφανείς.

Η σημαντικότερη εξαγγελία είναι ότι επιτυγχάνεται επιτέλους η αποσύνδεση λυκείου – εισαγωγικών εξετάσεων. Πρόκειται περί κατάμουτρης κοροϊδίας. Πως μπορεί να θεωρήσει κανείς ότι κάτι τέτοιο καθίσταται εφικτό, όταν για την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση προσμετράται και ο μέσος όρος των βαθμών των τριών τάξεων του Λυκείου;

Προφανής είναι επίσης και η προσπάθεια να στηριχθεί τεχνητά και η τεχνική – επαγγελματική εκπαίδευση, με τεχνάσματα όπως ο περιορισμός των επιλογών από τη Γενική εκπαίδευση, η μείωση των αριθμού των εισακτέων της κλπ.

Η ουσία είναι ότι το νέο σύστημα είναι τόσο στριφνό και δαιδαλώδες που, θα έλεγε κανείς, είναι φτιαγμένο για να αποτύχει. Βέβαια ο κ. Υπουργός θα έχει κάνει το καθήκον του και δε θα είναι πλέον εκεί για να λογοδοτήσει, όπως δε λογοδότησε κανείς από όσους κατείχαν το ίδιο αξίωμα επί δεκαετίες για την κατάσταση στην οποία έχουν σύρει την Ελληνική εκπαίδευση.

Προσωπικά δε θα μιλήσω για το ότι οι μαθητές θα πιεστούν. Ίσως οι μαθητές θα πρέπει να πιεστούν κάπως, για να επιτύχουν θετικά αποτελέσματα, αρκεί αυτό να γίνει με σωστό, ωφέλιμο, και επιστημονικό τρόπο.

Ούτε επίσης είμαι αρνητικός στο θέμα της βαθμοθηρίας, εφόσον βέβαια αυτή αντικατοπτρίζει συνεπή και πραγματική προσπάθεια του μαθητή. Το θέμα με τη βαθμοθηρία είναι ότι “it takes two to tango”. Θέλω να πω πως τη μεγαλύτερη ευθύνη την έχουν οι καθηγητές οι οποίοι ανταποκρίνονται με έναν άκομψο τρόπο στο κυνήγι του βαθμού, χαρίζοντας πληθωριστικές βαθμολογίες.

Η μεγαλύτερη ένσταση μου είναι ότι το παιδί στην ηλικία των 15 & 16 δεν είναι σε καμιά περίπτωση έτοιμο να πάρει μια τόσο μεγάλη απόφαση που θα καθορίσει το τι επιστημονικό κλάδο θα ακολουθήσει. Και αυτό το γεγονός δε λαμβάνεται υπ όψη από κανέναν από τους ιθύνοντες. Λάβετε κατά νου ότι αυτή άποψη προέρχεται από κάποιον που του άρεσαν τα αρχαία, τέλειωσε τρίτη δέσμη, προσπάθησε επανειλημμένα να γίνει φιλόλογος ώσπου τελικά τα έφερε έτσι η ζωή και ανακάλυψε ότι η κλίση του ήταν τα οικονομικά.

Ένα ακόμα ιδεολόγημα το οποίο κυριαρχεί στους σχεδιασμούς, και με το οποίο διαφωνώ κάθετα, είναι ότι θα πρέπει να περιοριστούν οι εισακτέοι στην επιστημονική εκπαίδευση, και να διοχετευθούν σε τεχνική επαγγελματική εκπαίδευση. Το οξύμωρο είναι ότι όσοι προβάλλουν αυτήν την ελιτίστικη άποψη έχουν τελειώσει επιστημονική εκπαίδευση. Θα έπρεπε λοιπόν να ξέρουν ότι η εκπαίδευση στο πανεπιστήμιο τρόπο σε εισάγει σε διαφορετικές μεθόδους ανάλυσης και  σε έναν τρόπο σκέψης επιστημονικό, με τον οποίο μπορείς να αναλύεις διάφορα ζητήματα και να παίρνεις ολοκληρωμένες αποφάσεις.

Το ζήτημα λοιπόν δεν είναι να λέμε ότι δε χρειάζονται να γίνουν όλοι επιστήμονες ας γίνουν και κάποιοι υδραυλικοί (λες κι έχουμε έλλειψη) αλλά να γίνουν, ει δυνατόν, και οι υδραυλικοί επιστήμονες. Τα standards όσο προοδεύει η κοινωνία πρέπει να ανεβαίνουν. Όλο και περισσότεροι πρέπει να γίνονται κοινωνοί της επιστημονικής γνώσης και του επιστημονικού τρόπου σκέψης. Με τον τρόπο που προωθείται επικοινωνιακά το όλο θέμα δίνεται την εντύπωση ότι έχουμε να κάνουμε απλά με τα παιδιά ενός κατώτερου θεού και ως εκεί.

Η ουσία είναι ότι ως την ηλικία των 17 θα πρέπει το παιδί να παίρνει από τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, μια ολοκληρωμένη γενική παιδεία, η οποία θα παρέχεται κοινά σε όλους. Σκοπός της θα είναι η δημιουργία ολοκληρωμένων μελών της κοινωνίας με δικαίωμα στην άποψη στη γνώση και στη γνώμη. Αυτό επιβάλλει ο νόμος της ισότητας απέναντι στους θεσμούς της πολιτείας. Επίσης σε εκείνη περίπου την ηλικία ο νέος, έχοντας περάσει αυτήν την προηγούμενη γενική εκπαίδευση, θα καλείται να πάρει μια υπεύθυνη θέση για το τι πραγματικά θέλει να ακολουθήσει στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Εξυπακούεται ότι θα είναι ελεύθερος να δοκιμάσει αυτό που πραγματικά επιθυμεί και θα του δοθούν ισότιμα όλες οι ευκαιρίες που προβλέπονται γι αυτό το σκοπό.

Για να γίνουν τα παραπάνω πρέπει να αλλάξουν άρδην και ριζικά πραγματικά πολλά στο σύστημα της εκπαίδευσής μας.

Κατά αρχήν πρέπει να αλλάξει η συνοχή των βαθμίδων της εκπαίδευσης.

Προνήπιο, νήπιο, και έως την Δ΄ Δημοτικού θα είναι η νέα ενιαία βαθμίδα πρωτοβάθμια εκπαίδευσης. Από την πρώτη κοινωνικοποίηση, τα πρώτα μαθήματα λόγου & γραφής έως την πλήρη διδασκαλία των βασικών πράξεων αριθμητικής.

Από Ε΄ Δημοτικού έως και Γ΄ Γυμνασίου θα εκτείνεται η νέα ενιαία βαθμίδα δευτεροβάθμιας προλυκειακής εκπαίδευσης. Σημαντικό προτέρημα αυτής της διάταξης θα είναι η αποφυγή επικαλύψεων ύλης, όπως συμβαίνει τώρα σε μαθηματικά, ιστορία κλπ, κάτι το οποίο θα καταστήσει παραγωγικότερη τη βαθμίδα αυτή της εκπαίδευσης. Εννοείται ότι δυο ώρες δογματικά θρησκευτικά τη βδομάδα είναι έγκλημα. Εξοικονομώντας ώρες από τα παραπάνω, θα δοθεί σε μαθήματα πολιτειακής αγωγής, και κοινωνικοποίησης (μουσική, τέχνη, αθλητισμός) το βάρος που τους αρμόζει. Η ιστορία δε, και τα μαθήματα παπαγαλίας γενικότερα, θα διδάσκονται διαδραστικά.

Οι σημαντικότερες αλλαγές θα επέλθουν στο νέο Λύκειο, το οποίο θα περιλαμβάνει δυο τάξεις πλέον. Σε αυτές τις δυο τάξεις θα διδάσκονται μαθήματα γενικής παιδείας, αλλά με το πρίσμα και τις αυξημένες απαιτήσεις που αρμόζουν σε ένα υποψήφιο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Με αυτόν τρόπο τελειώνοντας κάποιος το Λύκειο θα έχει κατά τεκμήριο την απαιτούμενη κριτική ικανότητα, αλλά και ένα ευρύ πεδίο γνώσεων σε προεπιστημονικό επίπεδο ως εφόδιο για τη ζωή του.  Εννοείται ότι για μαθητές οι οποίοι για μαθησιακούς λόγους αδυνατούν να παρακολουθήσουν αυτή τη βαθμίδα θα υπάρχουν εναλλακτικές διέξοδοι τεχνικής – επαγγελματικής εκπαίδευσης.

Η Γ΄ τάξη του παλαιού Λυκείου θα αποτελεί πλέον ένα υβριδικό μόρφωμα προπανεπιστημιακής εκπαίδευσης. Ο μαθητής θα έχει αποφασίσει ήδη ποιο επιστημονικό (έναν) τομέα θέλει να ακολουθήσει. (Μαθηματικό, φυσικό, χημικό, οικονομικό, νομικό, φιλολογικό κλπ). Με την προϋπόθεση ότι θα έχει ολοκληρώσει επιτυχώς τις δυο τάξεις του νέου λυκείου, θα δηλώνει το πανεπιστήμιο που επιθυμεί να φοιτήσει, και το επιστημονικό πεδίο το οποίο προτιμά. Η κάθε σχολή θα έχει ανακοινώσει πριν την επιλογή του υποψήφιου, πόσους εισακτέους θα κάνει δεκτούς, μετά το πέρας αυτού του έτους, κάτι το οποίο θα είναι γνωστό στον υποψήφιο ως δεδομένο για να πάρει την απόφασή του. Υπό την εποπτεία και την καθοδήγηση της συγκεκριμένης σχολής θα διδάσκονται από δευτεροβάθμιους καθηγητές προαπαιτούμενα μαθήματα για το συγκεκριμένο επιστημονικό πεδίο, και στα οποία θα εξετάζονται με τη μορφή πλήθους ερωτήσεων πολλαπλής επιλογής για την κατανόηση του μαθήματος. Οι ερωτήσεις θα τίθενται, καθώς και θα βαθμολογούνται από επιστημονική επιτροπή της επιθυμητής σχολής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που έχει δηλώσει ο υποψήφιος, και θα είναι το μόνο κριτήριο για την εισαγωγή του στο πανεπιστήμιο, έως την πλήρωση των προκηρυγμένων θέσεων.

Σε περίπτωση αποτυχίας του υποψηφίου, ο τελευταίος θα μπορεί να αιτηθεί την εισαγωγή του σε άλλη σχολή με παρεμφερές επιστημονικό πεδίο, και κενές θέσεις, η οποία θα κάνει, εάν θέλει, δεκτή την ήδη αποκτηθείσα βαθμολογία, από τη σχολή την οποία απέτυχε. Εάν δε το κατορθώσει θα μπορεί να προσπαθήσει πάλι την επόμενη χρονιά, και για όσες χρονιές θέλει, συμμετέχοντας απευθείας στα τεστ πολλαπλής επιλογής (χωρίς δηλαδή υποχρεωτική παρακολούθηση μαθημάτων).

Παράλληλα με τις δημόσια τριτοβάθμια εκπαίδευση θα λειτουργεί ισότιμα και ιδιωτική, η οποία θα πληροί συγκεκριμένα επιστημονικά κριτήρια και standards. Για λόγους ισότητας ένα από αυτά θα είναι η ύπαρξη προπαρασκευαστικού έτους αντίστοιχου με το παραπάνω.

Είναι προφανές ότι η ελευθερία στην επιλογή, αλλά και η πλήρης ενημέρωση των υποψηφίων στο σωστό χρόνο για τις παρεχόμενες θέσεις εισαγωγής, θα δημιουργήσει το έδαφος για ορθολογικές αποφάσεις, ως προς την τελική επιλογή του υποψηφίου, ωθώντας το σύστημα στην αυτοϊσορρόπισή του.

Επίσης, αν η πολιτεία κρίνει ότι θα πρέπει να διοχετευθούν υποψήφιοι σε συγκεκριμένες επιλογές, τότε αυτές οι επιλογές θα πρέπει με κάποιο τρόπο να πριμοδοτηθούν. Σε κάθε περίπτωση όμως η τελική επιλογή θα είναι του υποψηφίου, ο οποίος θα φέρει και το βάρος της ευθύνης της επιλογής του.

Αυτό κατά τη γνώμη μου είναι το σχέδιο της μόνης πραγματικής εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, την οποία έχει ανάγκη ο τόπος. Κάθε άλλη προσπάθεια, είναι καταδικασμένη να αποτύχει γιατί στοχεύει στο να εξυπηρετήσει κατεστημένα συμφέροντα αντί να θέτει, όπως θα έπρεπε, ως επίκεντρο τον ίδιο το μαθητή και τις ανάγκες του.