Το να θες να μιλήσεις για την Αριστερά του εικοστού πρώτου
αιώνα, και να το κάνεις με όρους εικοστού, μη σου πω και δεκάτου ενάτου, θέτει
αυτόματα σε ασταθή βάση το σύνολο των συλλογισμών σου.
Βάζοντας το κάρο μπροστά από το άλογο, εγκλωβίζεσαι σε
σχήματα και μοντέλα ερμηνείας εκτός πραγματικότητας, ιστορικής και τρέχουσας,
με σκοπό να υποστηρίξεις θεωρητικά τις παλαιοαριστερές εμμονές σου.
Κατ΄αυτόν τον τρόπο δημιουργείς μιαν άλλη, αποκλίνουσα
εικονική πραγματικότητα, η οποία όμως σε βοηθά να υποστηρίξεις τις θέσεις σου.
Διότι, είναι προφανώς ανιστόρητο, και εκτός πραγματικότητας, να
λες ότι τόσα χρόνια η Ν.Δ. και το ΠΑ.ΣΟ.Κ. εφάρμοσαν πολιτικές οι οποίες «εξέφρασαν και υπηρέτησαν το «συνεπή» και ανελέητο πυρήνα του
οικονομικού και κοινωνικού νεοφιλελευθερισμού», όταν όλοι
ξέρουμε ότι αυτό που συνέβη ήταν ακριβώς το αντίθετο. Το χτίσιμο δηλαδή της
χώρας σε δομές υπερκρατισμού, ο οποίος πολλές φορές άγγιζε, και αγγίζει, τον
ψευδοσοσιαλισμό.
Τον κοινωνικό νεοφιλελευθερισμό δεν έχω κατορθώσει να το
ορίσω ακόμη, Αν είχαμε όμως οικονομικό νεοφιλελευθερισμό, αυτή τη στιγμή οι
δημόσιες υπηρεσίες θα ήταν σε ιδιωτικό κεφάλαιο. Η έννοια «ευρύτερος δημόσιος
τομέας» θα απαντιόταν μόνο σε ιστορικά λεξικά, και το μεγαλύτερο ποσοστό των
δημοσίων υπαλλήλων θα ήταν ιδιωτικοί υπάλληλοι.
Είναι όμως πολύ εύκολο το να
βαφτίζει κανείς το κρέας ψάρι, ώστε να μπορεί ανενόχλητος να επιδίδεται στα
θρησκευτικά του καθήκοντα, εκφράζοντας απόψεις όπως ότι οι αυτές οι πολιτικές
των δυο κομμάτων, «διαμόρφωσαν
καταστροφικά καταναλωτικά πρότυπα, εξάντλησαν τις αντοχές του λαού μας και
διέρρηξαν τον κοινωνικό ιστό.»
Οι κακές
κυβερνήσεις λοιπόν έμαθαν να καταναλώνει το χαζό λαό, τον οποίο λαϊκίστικα
επικαλούμαστε, εξαντλώντας τις αντοχές του.
Τι κρίμα που δεν είχαμε μια καλή «σοσιαλιστική» κυβέρνηση να μας ταράξει
στο κουπόνι! Ειρήσθω εν παρόδω, επειδή πολύ φοριέται αυτός ο όρος τελευταία,
χρήσιμη θα ήταν μια ανάλυση της έννοιας «κοινωνικός ιστός», για να ξέρουμε για
τι πράγμα μιλάμε στο φινάλε.
Υπάρχουν δυο
σχηματικές αντιθέσεις – μοντέλα, τα οποία χρησιμοποιούνται ως εργαλεία για την
ανάπτυξη σύγχρονων αριστερών θέσεων παλιάς κοπής.
Η πρώτη
αντίθεση είναι η αντίθεση κεφαλαίου – εργασίας. Αυτή η αντίθεση μπορεί να ήταν
σαφής το 19ο αιώνα, αλλά στον 21ο είναι παρωχημένη πλέον, και δε σου επιτρέπει
να εξάγεις ασφαλή συμπεράσματα. Αυτό συμβαίνει για δυο λόγους:
Πρώτον διότι
στην εποχή μας, αλλά και από το τελευταίο τέταρτο του περασμένου αιώνα, μπορεί
το ίδιο άτομο, αλλά και, για να το κάνουμε ακόμα πιο σύνθετο, το ίδιο
νοικοκυριό, να έχει εισοδήματα και από την εργασία αλλά και από επενδεδυμένο
κεφάλαιο. Αυτό έχει κάνει δυσδιάκριτα τα όρια κεφαλαίου – εργασίας, και έχει
αναγάγει σε αποκλειστικό εκπρόσωπο της εργασίας και μόνο, ένα τμήμα της
κοινωνίας, το πιο αποκλεισμένο και περιορισμένο, και κοινωνικά, αλλά και
αριθμητικά.
Δεύτερον,
παραγνωρίζει στη σύγχρονη, παγκοσμιοποιημένη οικονομία, το ρόλο του κεφαλαίου
και της εργασίας ως παραγωγικών συντελεστών. Οι παραγωγικοί αυτοί συντελεστές,
είναι αντικείμενο συνδιαλλαγής και αγοραπωλησίας. Πάντοτε ήταν, αλλά πλέον αυτό
έχει καταστεί εμφανές όσο ποτέ άλλοτε. Το κεφάλαιο, ως συντελεστής, μπόρεσε και
εκσυγχρονίστηκε στις απαιτήσεις των καιρών, όπως θα δούμε πιο κάτω, μιλώντας
για τη δεύτερη αντίθεση.
Η εργασία όπως
υπέστη τη μεγαλύτερη ήττα, διότι ήταν προσκολλημένη σε οπισθοδρομικά
συνδικαλιστικά μοντέλα, τα οποία λειτούργησαν περισσότερο ως κέντρα διαπλοκής
και διαφθοράς. Λειτούργησαν ως εφαλτήρες κομματικής και πολιτικής ανέλιξης,
στηριγμένοι στις πλάτες της αφέλειας και της ανοχής ενός ευρύτερου συνόλου
εργαζομένων, οι οποίοι ενώ παράλληλα αποκόμιζαν και εισοδήματα από κεφάλαιο,
στηριζόντουσαν στα συνδικάτα για ανορθολογικά και συντεχνιακά ωφέλη.
Ήταν επόμενο
αυτή η συνδικαλιστική φούσκα κάποτε να σκάσει. Ο εργαζόμενος είναι πλέον
υποχρεωμένος να στηριχθεί στη δική του, ατομική διαπραγματευτική ικανότητα, στη
δική του επάρκεια, την οποία κανένα συνδικάτο δε μπορεί να του τη χαρίσει
πλέον.
Μιλώντας για
παραγωγικούς συντελεστές, να μη λησμονούμε και τον τρίτο παραγωγικό συντελεστή,
τον οποίο παραδέχεται η οικονομική επιστήμη, το συντελεστή «γη». Πρέπει και
αυτός να μπει στο κάδρο, όχι για άλλο λόγο, αλλά διότι μεγάλα τμήματα της
ελληνικής κοινωνίας, τμήματα τα οποία σχηματικά εκπροσωπούν και το χώρο του κεφαλαίου,
αλλά και αυτόν της εργασίας, είναι κάτοχοι αυτού του συντελεστή «γη». Αυτό
λοιπόν δεν πρέπει να τον ξεχνάμε διότι και η γη, πράγματι ή εν δυνάμει, γεννά
πλούτο..
Δεύτερη
αντίθεση-μοντέλο που χαρακτηρίζει την εποχή μας είναι η αντίθεση χρηματιστηριακής
και πραγματικής οικονομίας. Είναι επίσης της μόδας, και ακούγεται και από
πολλούς αριστερούς, ότι η χρηματιστηριακή οικονομία είναι κάτι ποταπό, βδελυρό,
και απευκταίο. Και αυτό διότι παράγει οικονομίες φούσκες, οι οποίες δεν έχουν
καμιά σχέση με την πραγματική οικονομία, δημιουργούνε ανύπαρκτα στην ουσία
κεφάλαια, τα οποία όταν έρθει η στιγμή της ρευστοποίησης σκάνε συμπαίρνοντας
όλους όσους επένδυσαν σε αυτά.
Αν
προσπαθήσουμε να αποκρούσουμε τη δαιμονοποίηση την οποία επιβάλλουν αυτού του
είδους οι συλλογιστικές, θα δούμε αυτό που λέμε «χρηματιστηριακή οικονομία» δεν
είναι τίποτα άλλο από την τεχνική ολοκλήρωση της οικονομικής έννοιας
«προσδοκία». Αλλά η «προσδοκία» ως έννοια υπάρχει στο εμπόριο και στην
οικονομία από τη γέννησή τους.
Από τις απαρχές
του πολιτισμού, όταν ο πρωτόγονος μεταπράτης αγόραζε επί πιστώσει δέρματα για
να τα μεταφέρει με το καράβι και να τα πουλήσει αλλού, πολλές φορές πάλι επί
πιστώσει, η έννοια της «προσδοκίας» ενυπήρχε σε αυτές του τις πράξεις. Αν έμενε
απλήρωτος ο μεσάζοντας, θα μένανε απλήρωτοι και οι προμηθευτές του, και θα
είχαμε πάλι πτωχεύσεις και ανεργία.
Το ότι και η
κουτσή Μαρία, συμμετείχε σε μια δευτερογενή αγορά προσδοκιών, με χρήματα τα
οποία μπορούσε να δανειστεί ή να αποκτήσει ως υπερτιμημένη αμοιβή, σε μια
ανορθόδοξα αναπτυγμένη οικονομία, ανεβάζοντας τις τιμές των προσδοκιών προς τα
πάνω, και καθιστώντας αδύνατο να εξωφληθούν οι απαιτήσεις εάν παρίστατο ανάγκη,
δεν είναι ευθύνη του μέσου, αλλά του
επενδυτή.
Από κει και
πέρα το να επικαλείσαι φαντάσματα όπως το κακό χρηματιστηριακό κεφάλαιο «που πλουτίζει από
την ικανότητά του να εξάγει υπεραξία από την εργασία των άλλων σε
παγκόσμιο επίπεδο» δείχνει πόσο εκτός πραγματικότητας μπορείς να βρεθείς
προσκολλούμενος σε παλαιά και ανεπαρκή ερμηνευτικά εργαλεία. Αν μη τι άλλο
πρέπει να απαντήσεις, εάν πρέπει να υπάρχει καν δευτερογενής αγορά αξιών και
εμπορευμάτων, σε ποιό βαθμό, και πότε θεωρείται οικονομικά και κοινωνικά
ανήθικη.
Ένα ακόμα
παραπλανητικό ερώτημα που τίθεται είναι «πόσο κράτος, πολύ ή λίγο». Και αυτό
για να στιγματιστούν όσοι τολμούν να σκέφτονται διαφορετικά, ότι δηλαδή το
κράτος δε μπορεί να αναπτύσσεται υδροκέφαλα, για να προστατεύει τον
αναξιοπαθούντα κόσμο της δήθεν εργασίας, (στον οποίο μάλιστα, από αυτούς που θέτουν
το ερώτημα, περιλαμβάνονται και αυτοί που επιχειρούν, αυτοί που εξ ορισμού
δηλαδή η ανάπτυξη των δραστηριοτήτων τους περιέχει και κεφαλαιουχικές δομές).
Το κράτος
επιχειρηματίας (ναι, αυτό που εφάρμοσαν οι τάχα μου νεοφιλελεύθερες πολιτικές
των παρελθουσών δεκαετιών,) βόλεψε την οπισθοβλεπούσα αριστερά, και, από ότι
φαίνεται, αυτή ελπίζει στο ίδιο και για το μέλλον.
Η σύγχρονη
αριστερά όμως δε φοβάται και προτιμά να δώσει μεγάλο μέρος των δομών της
κοινωνίας για να ανθίσουν στην ιδιωτική πρωτοβουλία, από το να τις κρατάει
δέσμιες της διαφοράς, της διαπλοκής, και της οπισθοδρόμησης, σε ένα παρακμασμένο
κράτος. Ταυτόχρονα όμως δημιουργεί τις σύγχρονες δομές ελέγχου, ώστε το
παιχνίδι να παίζεται δίκαια και φανερά, χωρίς στεγανά, και χωρίς να ευνοεί
εξυπηρέτηση συμφερόντων ιδιαίτερων μικρών κοινωνικών ομάδων αλλά του ευρύτερου
συνόλου της κοινωνίας.
Η σύγχρονη
αριστερά δε φοβάται την ιδιωτικοποίηση διότι ξέρει ότι μόνο μέσω αυτής μπορεί
να δοθεί βάρος στην ανάπτυξη και το κέρδος, και του φορέα της, αλλά και του ευρύτερου
κοινωνικού συνόλου. Από κει και πέρα είναι ευθύνη του πολίτη, μέσω των θεσμών, να ελέγχει για το αν και πόσο τα οφέλη της
διαμοιράζονται κοινωνικά δίκαια. Αυτό το τελευταίο, ας σημειώσουμε, σε καμιά
περίπτωση δεν καθίσταται εφικτό στην πραγματικότητα, όταν επιχειρηματίας είναι το
ίδιο το στεγανό, διαπλεκόμενο και αντιπαραγωγικό κράτος.
*Το παρόν πόνημα γράφτηκε με αφορμή ενα κείμενο της τάσης της ΔημΑρ
με το όνομα Αριστερό Δίκτυο. Το κείμενο μπορείτε να το διαβάσετε εδώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου