Όταν κάτι δε γίνεται, μην το
πιέζεις. Χαλάς άσκοπα δυνάμεις και τελικά καταλήγεις σε θέση χειρότερη από αυτή
βρισκόσουν. Εν πάσει περιπτώσει, κάνε το σωστά, ή μη το κάνεις καθόλου.
Επί μήνες τώρα συζητάμε για τη
δημιουργία της μεγάλης ενιαίας δημοκρατικής παράταξης, για την «ένωση της
Κεντροαριστεράς». Τελικά το ερώτημα που προβάλλει μετά από την πολύμηνη
προσπάθεια είναι αν θέλει η Κεντροαριστερά να ενωθεί. Γιατί δεν το βλέπω και
πολύ να συμβαίνει.
Διαιρεμένες ομάδες οι οποίες
εκφράζουν από πλησίον της ποσοστιαίας μονάδας ελάχιστα έως 8-9% το ανώτερο η κάθε μια, διασπαρμένες μέσα σε
ένα γενικά αριστερό, σοσιαλδημοκρατικό χώρο, ο οποίος κατά καιρούς παίρνει
χάριν συμβάσεως, ιδιαίτερα ονόματα όπως «Κεντροαριστερά», ή χρησιμοποιεί, για
να προσδιοριστεί, επιθετικούς προσδιορισμούς όπως «μεταρρυθμιστικός», «φιλελεύθερος»,
«προοδευτικός», «αριστερός», «σοσιαλιστικός», κλπ κλπ, ανάλογα με τις ορέξεις
και τις προτιμήσεις όποιου κάνει την αναφορά, και την ιδιαίτερη τοποθέτησή του
εντός τού χώρου αυτού.
Με τον «Κεντροαριστερό» πολιτικό
χάρτη να έχει αλλάξει άρδην από αυτό που ίσχυε ένα χρόνο πριν, κάποιοι
συνεχίζουμε τις απονενοημένες προσπάθειες για τη δημιουργία της «Μεγάλης
Δημοκρατικής Παράταξης». Υπάρχει όμως ένα πρόβλημα. Μετά την κατάρρευση των 58,
και της αμφισβητούμενης χρησιμότητας και λειτουργικότητας της Ελιάς δε μας
παίρνει πια για άλλη αποτυχία.
Άλλη μια προσπάθεια η οποία θα
καταλήξει να εκληφθεί ως μασκάρεμα του βαθέως ΠαΣοΚ για τη σωτηρία του, θα αποτελέσει
και τη χαριστική βολή.
Γι αυτό και οι κινήσεις πρέπει να
γίνουν με ιδιαίτερη περίσκεψη, λεπτότητα στο χειρισμό, και επίγνωση της
κρισιμότητας της κατάστασης.
Τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών
μας δείχνουν πως δυο πράγματα έχουν αλλάξει από πέρσι στην κατάσταση του χώρου.
Πρώτον, η παταγώδης αποτυχία της
ΔημΑρ να περάσει το (όποιο) πολιτικό της μήνυμα την οδήγησε στην απόλυτη
εκλογική καθίζηση. Μετά λοιπόν από αυτήν την ψυχρολουσία έβαλε νερό στο κρασί
της, και βρήκε διόδους επικοινωνίας με άλλα κόμματα του χώρου, στέλνοντας
επιστολές. Αυτό την οδήγησε να κάτσει στο ίδιο τραπέζι με το ΠΑΣΟΚ κάτι που
πριν θεωρείτο αδιανόητο.
Βέβαια, ειρήσθω εν παρόδω, εδώ θα
έπρεπε να σημειωθεί και μια άλλη παθογένεια του χώρου, αυτή του ποιος ηγείται
του διαλόγου, αλλά δεν είναι της παρούσης.
Δεύτερη, σημαντική αλλαγή είναι η
δημιουργία και εκλογική καταγραφή του Ποταμιού. Το Ποτάμι στην ουσία ήλθε να
αντικαταστήσει τη ΔημΑρ. Προσελκύοντας τους περισσότερους ψηφοφόρους της,
προσελκύοντας τα περισσότερα παλιά της στελέχη, έχει βαλθεί να την αντιγράφει
σε νεφελώδη πολιτικό λόγο, αλλά και στο πολιτικό σνομπάρισμα των αντικειμενικά υπαρχόντων
πολιτικών του συνοδοιπόρων. Χρησιμοποιώντας έναν διχαστικό λόγο εναντίον όλων
των άλλων πλην αυτού, καταγγέλλοντας τους συλλήβδην ως «το παλιό που πρέπει να
αλλάξει», στην ουσία χτίζει την απομόνωση του. Ξεχνάει ότι κι άλλοι πήραν 6%
πριν από αυτό, και μάλιστα σε βουλευτικές και όχι ευρωεκλογές, αλλά η μη συνετή
και ενωτική διαχείρισή του κατέστησε το ποσοστό αυτό «περασμένο μεγαλείο».
Μια συνέπεια αυτού του
κομπορρημονούντος διχαστικού λόγου είναι η αντιμετώπιση της πρόσφατης
προσέγγισης ΠαΣοΚ – ΔημΑρ, που προαναφέρθηκε. Αντί να αντιμετωπιστούν ως δυο
κεντροαριστερά κόμματα που εν τέλει άρχισαν μετά από ένα χρόνο προσπάθεια να
προσεγγίζουν το ένα το άλλο, καταγγέλλονται από το ποτάμι ως το παλιό πολιτικό
κατεστημένο που συμμαχεί για να αποφύγει την πλήρη του εξαφάνιση.
Το κακό με αυτά τα δυο κόμματα,
ΠαΣοΚ & ΔημΑρ, είναι πως έχουν δεχθεί τόσο ανηλεή, και σε περιπτώσεις
υπερβολική κριτική από τμήματα του χώρου, όχι οπωσδήποτε τα ίδια ακριβώς, ώστε
να έχουν χάσει μεγάλο μέρος της δυναμικής τους. Τώρα λοιπόν που επιτέλους
επιχειρούν κάτι καλό και θετικό μεταξύ τους εμφανίζονται τόσο απαξιωμένα, ακυρώνοντας σε ένα μεγάλο μέρος την προοπτική
αυτής της ενέργειας.
Οι ευρωεκλογές έδωσαν στην
προσπάθεια της Ελιάς το υψηλότερο ποσοστό ανάμεσα στις δυνάμεις του χώρου. Αυτό
την κατέστησε άτυπα τη μεγαλύτερη δύναμη ανάμεσά τους και της χρέωσε την ευθύνη
των μελλοντικών πρωτοβουλιών.
Πριν προχωρήσουμε επ΄ αυτού ας
παρατηρήσουμε ότι και αυτό ακόμα το ποσοστό είναι μικρότερο από αυτό της
καταγεγραμμένης πλέον ως τρίτης πολιτικής δύναμης, της Χρυσής Αυγής. Κάτι το
οποίο βεβαίως όσο κρίσιμο είναι, το ίδιο ψευδές θα αποδεικνυόταν αν ο ευρύτερος κεντροαριστερός χώρος παρουσιαζόταν ενωμένος.
Η ευθύνη λοιπόν των μελλοντικών
πρωτοβουλιών, αλλά και η θέληση του Β. Βενιζέλου να προλάβει και να
διαχειριστεί τις εξελίξεις στο κόμμα του τον έκαναν να προκηρύξει συνέδριο για
τη δημοκρατική παράταξη το φθινόπωρο.
Το συνέδριο της τελευταίας
ευκαιρίας θα το ονόμαζα εγώ και γι αυτό θα πρέπει να ληφθούν εξαιρετικά μέτρα
για την επιτυχία του. Πρέπει επίσης η οργανωτική επιτροπή να είναι έτοιμη για
γενναίες αποφάσεις κατά την πορεία της διοργάνωσής του.
Το συνέδριο αυτό πρέπει ή να
πετύχει ή να μη γίνει καθόλου. Για αυτό και πρέπει η οργάνωση του να είναι
απολύτως συστηματική.
Πρέπει να ορισθεί ρητά και
ονομαστικά το εύρος των προσκαλούμενων δυνάμεων μια προς μια.
Να υπάρχει συστηματικός έλεγχος
από την οργανωτική επιτροπή στο ποιες δυνάμεις απαντούν θετικά και
οριστικοποιούν την παρουσία τους.
Τρίτο και το κυριότερο: Πρέπει να
τεθεί ρητός στόχος, με την παρουσία
ποιών δυνάμεων θεωρείται πετυχημένο συνέδριο και με την απουσία ποιών όχι.
Ένα συνέδριο που θα αποτύχει να
αναδειχθεί καθοριστικό για τη δημιουργία της μεγάλης κεντροαριστερής παράταξης
δε μας χρειάζεται. Διότι θα έχει χαθεί η οποιαδήποτε αξία του, και θα μας
καταστήσει τελείως αδύναμους να κάνουμε μια ανάλογη σοβαρή προσπάθεια στο
προσεχές μέλλον.
Είναι υψηλό το διακύβευμα λοιπόν,
και η οποιαδήποτε επιπολαιότητα, έστω και η πιο μικρή, είναι καθοριστική.
Αντιλήψεις του τύπου, «πάμε και
ότι μπορέσουμε» ή « τι να κάνουμε, εμείς προσπαθήσαμε και είμαστε καθαροί με τη
συνείδησή μας» όχι μόνο άχρηστες είναι αλλά και επιζήμιες, διότι θα οδηγήσουν
σε δύσκολα αναστρέψιμο πισωγύρισμα.
Από τη στιγμή που θα πέσουμε στο ποτάμι
νερό του συνεδρίου, (α! Ρε Θεοδωράκη, ούτε μια παρομοίωση δε μπορούμε να
κάνουμε εξ αιτίας σου) πρέπει να το κολυμπήσουμε για να βγούμε στην απέναντι
όχθη. Αλλιώς μας περιμένει ο πάτος. Όπως τα συμπαθή τρωκτικά του τίτλου.
Εμού του ιδίου