Την περασμένη Πέμπτη, στον κήπο του Μεγάρου Μουσικής, ο Διονύσης Σαββόπουλος χάρισε σε λίγους τυχερούς μια βραδιά μαγική, πανσέληνη, υψίσυχνη. Οι περισσότεροι Αθηναίοι δεν το έμαθαν. Η προαναγγελία πέρασε στα ψιλά. Για ενίσχυση της προσέλευσης, ο χορηγός επικοινωνίας της εκδήλωσης (ΟΤΕ) πριμοδότησε τους πελάτες του, μειώνοντας γι’ αυτούς το πενιχρό (δέκα ευρώ) εισιτήριο στο μισό. Μόνο ένα ταλιράκι, λοιπόν, το τίμημα, αλλά πάλι η προσέλευση δεν ήταν αθρόα. Γέμισε ο χώρος, ασφαλώς. Αλλά, μόνο δυο τρεις χιλιάδες άτομα…
Όποιος θυμάται τη διπλή συναυλία του καλλιτέχνη πριν από ακριβώς 30 χρόνια (Σεπτέμβριος 1983), σκέφτεται τη στραβομάρα. Επί δύο συνεχόμενες βραδιές συγκλονιστικής γιορτής είχε γεμίσει το ΟΑΚΑ, μαζεύοντας αθροιστικά πάνω από 150.000 φίλους, για να γιορτάσουν τότε τα είκοσι χρόνια δημιουργίας του. Τι έχει συμβεί, λοιπόν; Αυτό το λεοντάρι, αυτό το αστέρι πέρασε στα αζήτητα; Ακόμα χειρότερα, που ελάχιστοι έχουν αντιληφθεί ότι ο μεγάλος αυτός καλλιτέχνης, φέτος κλείνει 50 χρόνια δημιουργίας. Οπότε και μόνο γι’ αυτό θα άξιζε να πάμε να τον τιμήσουμε συμβολικά… Τι τρέχει, λοιπόν, με τον Διονύση; Τι να τρέχει, ρε φίλε, στην εποχή του Θέμου και του Ρέμου, θα αντιτείνετε και δεν θα φταίτε…
Τότε ο Διονύσης Σαββόπουλος ήταν πάντα ένα υπέροχο πλάσμα, πνευματικός πατέρας για σύμπασα τη νεολαία, είτε ήσουν Πασόκας, είτε ΚΚΕ, είτε ρεφορμιστής, είτε και Κινέζος, είτε αναρχικός (τότε οι αναρχικοί δεν τα σπάγανε, ακόμα), είτε δεξιός απολιτίκ. Ήταν μεγάλος αμφισβητίας, φιλόσοφος, ποιητής, ψυχαναλυτής, αποκαλυπτής των κρυφών αντινομιών του πολιτικού συστήματος, δεινός πολιτικός αναλυτής, κοινωνικός σχολιαστής, σκωπτικός αριστοφανιστής, μύστης του ωραίου και ενεργοδότης ανήσυχων ευαισθησιών, συνάμα ερωτικός, τρυφερός, πολυσύνθετος μουσικάντης. Για τους νεότερους που δεν ξέρουν, θα ήθελα να μεταφέρω εδώ αποσπάσματα από σχετικό δημοσίευμά μου (βλέπε φωτογραφία, «20 χρόνια Σαββόπουλος, Δοξαστικά – απόηχοι από το laser show 1983») στο περιοδικό «Προσανατολισμοί» (τεύχος 70, Οκτώβρης ’83, σελίδα 42). Εδώ αποδίδεται η αγάπη όσων έζησαν τις κορυφαίες στιγμές του δημιουργού, που εκτείνονται τουλάχιστον στην εικοσιπενταετία 1969-1994. Να τι του λέγαμε τότε, μεταξύ άλλων:
«…Ναι σε δοξάζω, Διονύση Σαββόπουλε, γιατί είσαι μια μεγαλοφυΐα, που κατάφερε να μπει μέσα σε τόσες άλλες ψυχές σαν και τη δικιά μου και να παίξει το ρόλο της στο λεκτικό, μουσικό, ποιητικό, φιλοσοφικό μας αισθητήριο.
Ναι, σε δοξάζω γιατί οι προωθημένες συνειρμικές αλυσίδες που ανακαλείς από τις μνήμες σου, που νταβραντώνονται και φωτίζουν τις αιτίες σου, έχουν βοηθήσει και μένα να φωτίσω τις δικές μου…
…είπες: ξέρω να κρατώ τα μέτρα και τους χρόνους, τους μικρούς μου κώδικες σχεδόν τους ξέρω όλους…
…είπες: η τέχνη μου έζησε παράξενες στιγμές και από δίκιο ξέρει…
…κάποτε σκεφτόμουνα για σένα: «Αυτός ο φιλόσοφος είναι Μεγάλος Καλλιτέχνης».
…όταν είχες πει: Η αγάπη δουλεύει για τον σοσιαλισμό, με είχες μπερδέψει και μου έβαλες ένα πρόβλημα που ευτυχώς άργησα να ταξινομήσω στο μυαλό μου, γιατί, με το συμπάθιο να το λύσω δεν έχω καταφέρει ακόμα (ευτυχώς)…
…να συνεχίσεις να είσαι Δημιουργός και να μην μας αφήσεις προτιμώντας κάποιο ησυχαστήριο, γιατί εύχομαι οι πολλοί δρόμοι που άνοιξες μέσα σου και μέσα μας είκοσι χρόνια τώρα, να γίνουν άλλοι τόσοι, όσους μπορεί η παλαβομάρα της πλούσιας κεφαλής σου να εξορύξει μέσα από τα βουνά της εμπειρίας σου. …»
Εδώ, όπως καταλάβατε, στο τελευταίο μας τα χάλασε. Δεν μας έκανε τη χάρη. Πρώιμα σταμάτησε να είναι ο πρωταγωνιστής, αυτός που γράφει την Ιστορία. Από τότε που είχε βγάλει τα υπέροχα «Τραπεζάκια έξω», έξι χρόνια μετά (1989) άγγιξε τον Όλυμπο με το «Κούρεμα» και με τους Κωλοέλληνες και από κει και πέρα άρχισε η καλπάζουσα λήθη…
Φτάνουμε στο διά ταύτα. Και πάμε από την αρχή να δούμε τι έχει εισφέρει στη ζωή μας αυτός ο Σαββόπουλος.
Πάρτε ενδεικτικά αυτό. Δεν υπάρχει πιο ευσύνοπτος ορισμός του λαϊκισμού, από αυτόν που έδωσε ο ποιητής το 1975, με το έμπα της Μεταπολίτευσης, μέσω του («φαλάκρα απ’ έξω κι από μέσα, που τώρα κοκορεύεται επάνω στον εξώστη και μιλάει στο πόπολο σαν τον ναυαγοσώστη») «Πολιτευτή».
Λέει ο Διονύσης, περιγράφοντας το δημαγωγό που μας χαϊδεύει τα αυτιά, σαν κάποιον που δολίως αντιγράφει τη φωνή μας για να μας γίνει αρεστός: «…Ο πρώτος προβοκάτορας από όλους στη ζωή μου, είναι η αφεντιά σου που αντιγράφει τη φωνή μου, άλλαξες το σώμα μου με έπιπλα και σκεύη, σαν τον αριστεροχουντισμό (στην εκδοχή του 1979: «σαν τον σοσιαλισμό») που σε βολεύει. Στη φοιτητριούλα, που σ’ έχει ερωτευτεί, θα σε καταγγείλω πονηρέ πολιτευτή, τζάμπα χαραμίζει, θα πάω να της πω, τον νεανικό της και αγνό ενθουσιασμό. Χαρά να σε γιαούρτωνα, εκεί που ρητορεύεις, εκεί που με χειροκροτάς, χωρίς να το πιστεύεις, παίρνεις την αλήθεια μου και μου την κάνεις λιώμα, απ’ το πόδι με κρατάς βαθειά μέσα στο χώμα».
Κατανοεί εδώ κανείς ότι ο άνθρωπος ήταν γατί. Και τα είχε δει και τα είχε πει όλα, πριν καν ξεδιπλώσει τις αρετές της η ξελιγωμένη γενιά των εξουσιαστών, οι οποίοι μετά διακρίθηκαν για όσα ανδραγαθήματα μας οδήγησαν ως εδώ… Μόλις τότε άρχισε να εμφανίζεται το φρούτο του πολιτευτάκια λαϊκιστή και ο ποιητής το ανθίστηκε αμέσως και μας το έδωσε στο πιάτο. Ασχέτως αν λίγοι δέχτηκαν την ευεργεσία του. Τότε λοιπόν, που ξετυλιγόταν μια λαμπρή πολιτική καρριέρα για όλα τα παιδάκια της γενιάς «μπλα, μπλα, μπλα, δημοκρατία, μπλα, μπλα, μπλα, με εκλέξανε» και πέφτανε με τα μούτρα στο κοκό της εξουσίας, κάποια παιδιά δεν χάθηκαν. Και γλίτωσαν από τα ευεργετήματά της. Όχι γιατί ήταν πονηρά. Απλώς γιατί ο δάσκαλος τούς άνοιγε τα μάτια («και το κόμμα με τραβάει απ’ το μανίκι»). Από τότε ο Σαββόπουλος ήταν πάντα μπροστά. Όποιος τον παρακολουθούσε είχε πλεονέκτημα στη ζωή. Όχι της «επιτυχίας». Αλλά της επαφής με τα μικρά μυστικά της αλήθειας. Όσοι τον ακολούθησαν έχασαν τη μεγάλη χλίδα της εξουσίας, αλλά κέρδισαν την όμορφη ζωή.
Ο Σαββόπουλος εκτός από Μεγάλος Ερωτικός, τεκμαίρεται και ως εμψυχωτής της αμφισβήτησης, δηλαδή. Εκτός από σπουδαίος ποιητής, του οποίου οι στίχοι στέκουν άνετα ως στέρεα ποιήματα, είναι και κορυφαίος νεοέλληνας μουσικός. Είναι ένας ροκ σταρ, που ατυχώς δεν σκέφτηκε νωρίς να φύγει στο εξωτερικό και να κάνει κορυφαία οικουμενική καριέρα. Κάτι περισσότερο από Λούτσιο Ντάλα στην Ιταλία και από Μπομπ Ντίλαν στις ΗΠΑ θα μπορούσε να γίνει με αυτό το εκρηκτικό πέταγμα του μουσικού και ποιητικού μυαλού του. Ποιος ξέρει, να φοβήθηκε που δεν ήξερε καλά αγγλικά, ενώ αντιθέτως είχε εμπιστοσύνη στα άψογα ελληνικά του, που του εγγυώντο μια καλή στιχουργική υποδομή για ζόρικες μουσικές καινοτομίες;
Άλλαζε συνεχώς με τις δεκαετίες που έμπαιναν κι έβγαιναν, ψαχνόταν από μικρός. Την πρώιμη αμφισβήτηση την ολοκλήρωνε διαρκώς μαζί με μια δυναμική ανασύνθεσή της με τη σώφρονα σύνεση της νέας σύνθετης εμπειρίας του. Κάτι που οι συνήθεις ροκ σταρ ουδέποτε το είχαν, γιατί δεν ήταν φιλόσοφοι όπως και αυτός. Έφτιαξε, λοιπόν, μουσικά το νοτιοευρωπαϊκό έθνικ, πολλά χρόνια πριν γίνουν μόδα κάτι τέτοια φολκλόρ. Από το «Περιβόλι» και κυρίως τον «Μπάλλο» και πέρα, με μεγαλοφυείς ενορχηστρώσεις και σπάνια καινοτόμα ηχοχρώματα, έως και σήμερα που μουσικά συνεχίζει να εξελίσσεται, άλλαξε την ελληνική μουσική που είχε παραλάβει.
Είναι και αυτός μαζί με τον Τσιτσάνη, τον Χατζιδάκι και τον Θεοδωράκη, ένας Εθνικός Ποιητής. Και έτσι θα περάσει αργά ή γρήγορα στη συνείδηση της ελληνικής κοινωνίας, μόλις κατακάτσει ο κουρνιαχτός του εικοσιπεντάχρονου βάρβαρου λαϊκισμού που πολέμησε με μίσος τόσο αυτόν όσο και τη δημιουργία του.
Οι Κωλοέλληνες, λοιπόν, αυτή ήταν η ασύγγνωστη πρόκληση, που πέταξε ο Διονύσης στην αρρωστημένη κοινωνία μας, προειδοποιώντας μας ότι ο δρόμος που ανοίξαμε δεν θα μας καλοβγάλει.
Οι Κωλοέλληνες είναι κορυφαία πολιτική ανάλυση της μεταπολιτευτικής πραγματικότητας. Αλλά εμείς δεν σκεφτήκαμε ότι ο εθνικός ποιητής πάντα μέσα πέφτει και αξίζει την προσοχή μας. Και πρέπει να του δώσουμε την ευκαιρία να μας εξηγήσει καλύτερα, στον αιώνα του να μας πει τι βλέπει. Έτσι, το πήραμε ανάποδα. Ο μακαρίτης ο Κακαουνάκης από το πρωί ως το βράδυ διαπόμπευε τον Σαββόπουλο ότι τάχα είναι ρουσφετολόγος κολλητός του Μητσοτάκη, ότι είναι δεξιός, ότι είναι αντιλαϊκός, ότι χίλια μπήξε και χίλια δείξε… Το ‘χε μετά και γινάτι με εκείνο τον στίχο «…οι εξάρσεις του εθνικού μας βίου, κι ο προγυμναστής του φροντιστηρίου, όλος πιτυρίδα, μούσι και τσαντάκι, ενημερωμένος από τον Κακαουνάκη…».
Ούτως ή αλλέως, το Ποικιλόχρουν Ακροδεξιό Φαινόμενο της εποχής, ιδιαίτερα με τη μορφή του Αυριανισμού, ποτέ δεν συγχώρεσε στον Σαββόπουλο την ρετσινιά του Κωλοέλληνα. Κυρίως γιατί ένοιωθε πόσο προσφυώς ο ποιητής είχε αποδώσει όλη την αλήθεια μέσα σε μια μόνο λέξη. Πώς κατέδειξε τη μιζέρια του, που κανακευμένος από τους εκμαυλιστές του, έχασε το περίφημο φιλότιμο και διολίσθησε σε χαμερπή χαρακτηριστικά. Και έγινε αρχικά τσιφτετέλληνας και σε οριακές περιπτώσεις ακόμα και κωλοέλληνας. Χαλάστηκε πολύ, λοιπόν, όταν ο Διονύσης τον ξεσκέπασε.
Η πρόθεσή του ποιητή ασφαλώς, όπως πάντα καλοπροαίρετη, ήταν να του δείξει το πρόβλημα, να του επισημάνει και τον τρόπο να ξαναβρεί το φιλότιμό του, να ξαναγίνει αυτό που ήταν πριν: Έλληνας. Καλοβολεμένος και μολυσμένος, όμως, ήδη μεταστοιχειωθείς σε πνευματικά κοντοπόδαρο σειληνό του κράτους, είχε δρομολογήσει την αήθεια, είχε βάλει μπρος για την περιπέτεια της κωλοελληνικής ανομίας. Μάλιστα, με το αναγκαίο για την περίσταση προκάλυμμα προοδευτικότητας, ώστε να μην παραπονιέται κανείς, πήραμε τη στράτα της ανωμαλίας ως τον σημερινό βαθύ πάτο του εθνικού μας ισλάμ. Και δεν μας τρόμαζε ο χρησμός της Πυθίας: τιμωρός καιρός, πέντε αιώνες δύσης εθνικής θα ζήσεις από δω κι εμπρός… Τελεία και παύλα, με παράξενα κι ατόφια, κομμάτια κι αποσπάσματα, οι Κωλοέλληνες είναι ένας νέος Εθνικός Ύμνος. Που μας δείχνει πώς απομακρυνθήκαμε από τον Ύμνο εις την Ελευθερία και μας καλεί να τον επαναπροσεγγίσουμε…
Το 1994 είπε «Μην πετάξεις τίποτα» και βγήκε αισιόδοξος, αν και με πικρία, λέγοντας ότι «Μέρες καλύτερες θα ‘ρθουν».
«Κι αυτοί που μας πληγώσανε, καθώς το φως τελειώνει, αισθάνονται την μοναξιά που Έλληνες ενώνει. Και δεν ακούν τα κόμματα και το μεγάφωνό τους, το χτύπο μόνο της καρδιάς που μας βαφτίζει ανθρώπους». Τότε πια όμως κανείς δεν τον άκουγε τον εξόριστο ανάμεσά μας ποιητή, κανείς δεν τον ρώταγε τι βλέπει. Είχε πια ανεπιστρόφως χάσει την επιρροή του. Δυστυχώς, διατεινόμαστε ότι αν δεν είχε συμβεί αυτό και έβγαινε ο Διονύσης ο φύλακας άγγελος και αγαπημένος εξάγγελος και μας έδινε γραμμή, θα ήμασταν καλύτερα. Αν μας σφύριζε ο κότσυφας το σινιάλο διόρθωσης εθνικής πορείας, κάθε λίγα χρόνια όπως παλιά, τώρα δεν θα είχαμε χρεοκοπήσει τα κορόιδα. Ίσως να μην είχαμε κατρακυλήσει στη σημερινή μπίχλα. Τόσο τον περιφρονήσαμε τόσα χρόνια και τον πικράναμε και τον πονέσαμε με τα συντριπτικά θλαστικά τραύματα στο τσαγανό του και τώρα θα σκέφτεται «Μόνο Σταύρο με λένε, μόνο Σταύρο» ...
Χαλάστηκα όταν πριν χρόνια τον είδα στο Ηρώδειο να χαριεντίζεται με την Καλομοίρα που βγήκε από την τούρτα. Σκέψου όμως, μετά από τόσο ηθικό ξύλο που έφαγε, πόσο παραιτήθηκε από αυτό που αποκαλούμε δημόσιο βίο… Έτσι με θέλετε, απολιτίκ; Πάρτε Καλομοίρα, μπορεί να σκέφτηκε… Ποιος ξέρει, πόσο κατέστειλε τις δημιουργικές του εκλάμψεις και με πικρία προσαρμόστηκε ίσως στη μετριότητά μας. Ίσως για να γλιτώσει τον περαιτέρω διωγμό, αποκλεισμό, που μπορεί να μην άντεχε πια…
Ο Σαββόπουλος είναι δραματικά υποτιμημένος. Αργά ή γρήγορα αυτή η στραβομάρα θα ισιώσει. Θα αποδοθεί στην Ιστορία ως κορυφαίος προπομπός ιχνηλάτης, που πετάχτηκε στο μέλλον και είδε το κακό που ερχόταν. Αλλά τον απομονώσαμε, τον τιμωρήσαμε με αποκλεισμό, αφού δεν είχε νέα ευχάριστα να πει, οπότε δηλαδή καλύτερα να μη μας πει κανένα. Το ‘χουμε αυτό οι κωλοέλληνες. Και το συνεχίζουμε αδιαλείπτως, παρότι ξέρουμε ότι μας κάνει πολύ κακό, τους εξάγγελους πρέπει να τους τιμάμε, να τους αγαπάμε, είναι όρος επιβίωσης του έθνους, πώς το λένε…
Σήμερα, στην εποχή που έχει ωριμάσει το Κακό και πλέον σήπεται, πρέπει να θυμίζουμε ότι υπάρχουν πράματα όμορφα και λαμπρά, που έχουν συμβεί στη Μεταπολίτευση. Ανάμεσά τους είναι και το έργο του Διονύση Σαββόπουλου, που τόσο περιορίστηκε εσχάτως. Και που αν ήταν ακόμα ακμαίο, ίσως θα ήμασταν καλύτερα θωρακισμένοι απέναντι στον τρέχοντα καιρό της ασχήμιας.
Γράφαμε πριν 30 χρόνια κλείνοντας εκείνο το ρεπορτάζ: «Ας μας ξανακαλέσει ο τρομερός και υπερευαίσθητος έφηβος της σύγχρονης Ελλάδας, σε νέα παιγνίδια, να παίξουμε κι εμείς μαζί του».
Ε, το λοιπόν, δεν μας έχει ξανακαλέσει ακόμα. Αντιθέτως μετά από λίγα χρόνια, λόγω των Κωλοελλήνων, «αυτού του συρφετού του δημοκρατικού του νέου εγωισμού» έφαγε τη χλεύη των λαϊκισμένων και εσιώπησε. Δραματικά, κατέβασε στροφές και έκτοτε μας πάει στο ρελαντί. Ουσιωδώς εσίγησε και κατέστειλε την θηριώδους ισχύος καλλιτεχνική του μηχανή. Τι λέτε, δεν αξίζει να τον πιέσουμε να της κάνει ένα φρεσκάρισμα, ένα καλό σέρβις και να τη βάλει πάλι στους μαγικούς ρυθμούς που της πρέπουν; Ώστε να βγάλει κι άλλους από τους κρυμμένους θησαυρούς του, από τα περίτεχνα σεντούκια της πανέμορφης δημιουργικής ψυχής του; Νομίζω ότι μας παίρνει να αξιωθούμε, μαζί του πάλι να ανταμώσουμε και να ξεφαντώσουμε στο Ολυμπιακό Στάδιο τουλάχιστον μια φορά πριν να βαρεθεί να δημιουργεί.
Θέλουμε κι άλλο να τρέξει μαζί μας αυτός του ’60 ο εκδρομέας! Λέτε; Αφού φυσικά του ξαναδώσουμε αγάπη και τον παρακαλέσουμε να αρχίσει πάλι να μας ευεργετεί με νέα άνθη του καλού. Μπροστάρικα, καθοδηγητικά, οραματικά, που θα μας εμπνεύσουν να ξαναγίνουμε έθνος δημιουργικό και όχι πια καρμοίρικο και κωλοελληνικό.
Και χαιρετώ σας, και φιλώ σας, όντα μικρά χρωματιστά, μεσ’ στον καθρέφτη κλειδωμένα.
Υ.Γ.
Δοκιμάστε, αγαπητοί αναγνώστες, να κάνετε μια εβδομαδιαία κούρα, ακούγοντας συνεχώς Σαββόπουλο. Με όποιο τρόπο σας βολεύει, αν δεν θέλετε να πάτε με τη σειρά όλες τις συλλογές του «και στο γραμμόφωνο ο δίσκος που μ’ αρέσει»: Φορτηγό, Περιβόλι του τρελού, Μπάλλος, Βρώμικο ψωμί, Δέκα χρόνια κομμάτια, Αχαρνείς, Happy day, Ρεζέρβα, Τραπεζάκια έξω, Κούρεμα, Μην πετάξεις τίποτα, Χρονοποιός και ό, τι άλλο μου διαφεύγει. Και ελάτε να μου πείτε μετά ότι δεν είστε πιο όμορφοι άνθρωποι…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου