Στην Ελλάδα έχουμε μπερδέψει τον όρο συντηρητικός με τον όρο αντιδραστικός. Όχι τόσο αυτοί που τον απαξιώνουν ανάγοντας την προοδευτικότητα σε αυταπόδεικτη αξία. Όσο αυτοί που τον επικαλούνται μασκαρεύοντας την φοβική αντιδραστικότητά τους με έναν πιο εύπεπτο όρο. Απαξιώνοντάς τον με την σειρά τους πολύ περισσότερο. Γιατί συντηρητικός δεν είναι αυτός που αντιδρά εμμονικά σε οποιαδήποτε αλλαγή. Ούτε αυτός που δεν μπορεί να αυτοπροσδιοριστεί πολιτικά παρά μόνο μέσω της αντίδρασης. Συντηρητικός είναι αυτός που δεν θέλει να αλλάζει την κοινωνία με το στανιό· που ξέρει βιωματικά τα όρια και τους κινδύνους της σχεδιασμένης κοινωνικής μηχανικής· που αναγνωρίζει ότι πιθανόν στην παράδοση - όχι με την έννοια της λαγνείας του παρελθόντος όπως κάνουν οι αντιδραστικοί, αλλά με την έννοια της χρονικής συνέχειας - μπορεί να υπάρχουν πράγματα που δεν κατανοούμε και γι’αυτό δεν πρέπει απερίσκεπτα να αγνοήσουμε. Ο Norberto Bobbio, ο κεντροαριστερός πολιτικός φιλόσοφος που δεν ήθελε να χρησιμοποιεί τους όρους προοδευτικός - συντηρητικός ακριβώς για την επίπλαστη αξιολογική τους φόρτιση, αναγνώριζε στην αστική συντηρητική φιλελεύθερη παράδοση της Ευρώπης αυτό ακριβώς: ότι ποτέ δεν θέλησε να αντιστρέψει κοινωνικές αλλαγές που είχαν κερδηθεί και αποδειχθεί. Αυτό ήταν εμμονή των αντιδραστικών. Οι ενστάσεις της συντηρητικής αυτής παράδοσης ήταν περισσότερο στον ρυθμό και στον τρόπο· και ο ρόλος της στην διαλεκτική της πολιτικής απαραίτητος.
Στην Ελλάδα, για λόγους ιστορικούς που μπορεί κανείς να παρακολουθήσει από τον Εθνικό Διχασμό στον Εμφύλιο, και από αυτόν στην Δικτατορία και στην Μεταπολίτευση, ήταν το πιο φοβικό, αντιδραστικό κομμάτι της κοινωνίας, αυτό με τις αγροτικές καταβολές που κουβάλησε μαζί του από τον κάμπο στα αστικά κέντρα όταν αστικοποιήθηκε βίαια, που οικειοποιήθηκε τον συντηρητικό πολιτικό χώρο. Και αν του αρέσει τόσο πολύ να μιλάει ακόμα για την ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς, δεν είναι παρά για να συγκαλύψει την δική του αντιδραστική και οπισθοδρομική ιδεολογική ηγεμονία επί της αστικής, συντηρητικής, αλλά δυτικής και φιλελεύθερης πολιτικής τάξης. Ο McNeil, ο αμερικανός πολιτικός επιστήμονας που ανέλυσε διεισδυτικά και επί τόπου την μεταμόρφωση της Ελλάδας μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και μέχρι την Δικτατορία, το περιγράφει παραστατικά: ο Εμφύλιος δεν ήταν παρά το ξέσπασμα της διαμάχης ανάμεσα στα χωριά των βουνών και τα χωριά των κάμπων. Ο απόηχος αυτής της προαιώνιας διαμάχης για την σοδειά και την γη, μασκαρεύτηκε σε κομμουνισμό και αντι-κομμουνισμό στον Εμφύλιο, κουβαλήθηκε στα αστικά κέντρα μαζί με τις υπόλοιπες αποσκευές της βίαιης αστικοποίησης - όπως η πελατεία και η πατρωνεία της παλιάς αγροτικής Ελλάδας - και ναρκοθετεί ακόμα το πολιτικό πεδίο. Στην Ελλάδα δεν ήταν μια εργατική τάξη που συγκρούστηκε με μια αστική. Και οι δύο ήταν μειοψηφικές. Ήταν η Ελλάδα του βουνού και η Ελλάδα του κάμπου που ενστερνίστηκαν τις ιδεολογίες για να τις διαμορφώσουν τελικά στις βαλκανικές εκδοχές τους: εξίσου φοβικές, εξίσου κοινωνικά αντιδραστικές, εξίσου οπισθοδρομικές. Και εξίσου κυρίαρχες. Δεν είναι τυχαίο ότι οι επίγονοί τους, ακόμη και σήμερα μιλάνε - εξίσου - για ταγματασφαλίτες και πηγάδες. Αυτή την αφήγηση κληρονόμησαν και με αυτήν νοηματοδοτούν ακόμα το πολιτικό γίγνεσθαι. Αρκούσε για αυτά τα αντιδραστικά μεγάλα άκρα της κοινωνίας μια οικονομική κρίση, για να βγάλει στην επιφάνεια τα διχαστικά χαρακτηριστικά που είχε όπως όπως καλύψει η πατίνα του εξευρωπαϊσμού.
Η Ελλάδα όμως χρειάζεται πια μια σύγχρονη, ευρωπαϊκή, συντηρητική, φιλελεύθερη κεντροδεξιά, όσο χρειάζεται και μια σύγχρονη, ευρωπαϊκή, προοδευτική, σοσιαλδημοκρατική κεντροαριστερά. Μια συντηρητική παράταξη που θα ξέρει ότι συντηρητικός δεν είναι ο αντιδραστικός, που δεν θα είναι ενοχική και φοβική, και που δεν θα έχει ανάγκη να διατρανώνει σε κάθε ευκαιρία τα πιο αντιδραστικά αντανακλαστικά της για να κρύψει την ιδεολογική της ένδεια. Γιατί αυτή η ένδεια δεν την αφορά πια. Έχει πια από καιρό πολλά να την ορίζουν στην Ιστορία: την αποκατάσταση της Δημοκρατίας και την θεμελίωση των θεσμών της στην πιο δύσκολη καμπή· την εθνική συμφιλίωση που τόλμησε - αλλά και πλήρωσε με πραγματικό αίμα· την θέση μας στην Ευρώπη. Και έχει ακόμη πιο πολλά να παλέψει για το μέλλον. Όχι μόνο την έξοδό μας από την χειρότερη περιπέτεια της γενιάς μας. Αλλά και την σοβαρότητα και την μετριοπάθεια μέσα σε μια Ευρώπη που αντιμετωπίζει ιστορικές πολιτικές προκλήσεις και οικονομικά αδιέξοδα· την ανάπτυξη και την επιχειρηματικότητα, αλλά χωρίς ακραίες ανισότητες και ασύμμετρα οικονομικά συμφέροντα· την οικονομική ελευθερία, αλλά με μέριμνα για τους ασθενέστερους. Και μαζί με μια σοβαρή κεντροαριστερά που χρειαζόμαστε εξίσου, τις Ευρωπαϊκές αξίες και την Ευρωπαϊκή πολιτική παράδοση.
Έτσι, δεν της χρειάζεται, δεν της αξίζει, και δεν της πρέπει να αρνείται ούτε το Πολυτεχνείο ούτε οτιδήποτε άλλο έμαθε αταβιστικά να χαρακτηρίζει «αριστερό». Ούτε και να το χαρίζει σε αυτούς που πεισματικά το οικειοποιούνται. Της ανήκει εξίσου ως σύμβολο του πάθους της νέας γενιάς, κάθε νέας γενιάς, για Δημοκρατία, Ελευθερία, Δικαιοσύνη και Αξιοπρέπεια. Αυτά είναι και τα δικά της ιδανικά και με αυτά πρέπει να πορευτεί. Καιρός ν’αφήσουμε την πολιτική του βουνού και του κάμπου σε αυτούς - και αυτές - που τα κουβαλάνε πεισματικά εντός τους. Στα ταξίδια που έρχονται δεν μας χρειάζεται τέτοιο έρμα.
πηγή: athensvoice.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου