Το ραντεβού ήτο προκαθορισμένο.
Καθυστέρησις σημειώθη ελαχίστη ως αμελητέα. Τα εκκαθαριστικά του
νέου-βελτιωμένου φόρου ακίνητης περιουσίας αναρτήθηκαν στους προσωπικούς μας
λογαριασμούς στο TAXIS όπως είχε αναγγελθεί, και κάθε πολίτης αυτής της χώρας
μπόρεσε επιτέλους να διαπιστώσει ιδίοις όμμασι το μέγεθος της ακίνητης
περιουσίας που διέθετε πλασματικά, για φορολογικούς σκοπούς και μόνο.
Και μόνο η ιδέα ενός συνολικού
και καθολικού φόρου για την ακίνητη περιουσία ήταν επαναστατική για την Ελλάδα.
Μια περιουσία της οποίας η φορολογία ήταν διεσπαρμένη σε εκατοντάδες φόρους και
τέλη, μια περιουσία η οποία φορολογείτο έως 15 χρόνια πριν μόνο από ένα κατώφλι
κάποιων εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ και άνω, και με την προϋπόθεση της βούλησης
και καλής διάθεσης του φορολογουμένου, έγινε προσπάθεια να συστηματοποιηθεί με
τη βοήθεια της νέας τεχνολογίας και να αντκειμενικοποιηθεί.
Από την ιδέα στην εφαρμογή όμως
μεσολαβεί απίστευτο χάσμα. Η εφαρμογή του νόμου του Μέρφυ στο ελληνικό
φορολογικό σύστημα αποδείχθηκε για ακόμη μια φορά καταλυτική. Υπάρχει ένας δυστυχώς
πολύπλοκος συνδυασμός λόγων και αιτιών
που οδηγούν σε πλήρη αποτυχία αυτήν την προσπάθεια. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα
από την αρχή.
1. Η αγορά
ακίνητης περιουσίας στην Ελλάδα εκπληρούσε κατά το μάλλον αποταμιευτικούς
σκοπούς και κατά το πολύ έλαττον επενδυτικούς, πράγμα το οποίο θα ήταν και το
πιο ορθολογικό οικονομικά. Όλοι μας μεγαλώσαμε ακούγοντας ότι «η γη ποτέ δε
χάνει την αξία της.» Σκληρή δουλειά μεροκαματιάρηδων, αλλά και δραστήριων
επιχειρηματιών, στις δεκαετίες της ανάπτυξης 60 & 70 μετατράπηκε σωρηδόν σε
ακίνητη περιουσία κυριευμένη από το παραπάνω μότο. Η διαφορά βέβαια μεταξύ των
μεροκαματιάρηδων και των επιχειρηματιών, η οποία μπορεί να φαντάζει επουσιώδης
αλλά είναι καθοριστική για την αποτίμηση της σημερινής κατάστασης είναι ότι ο
ιδρώτας των «μεροκαματιάρηδων» μετατράπηκε μόνο σε ακίνητη περιουσία, ενώ των «επιχειρηματιών»
(ας μου επιτραπεί αυτός ο καταχρηστικός διαχωρισμός, είναι προφανές ότι δεν
είναι επαρκής αλλά βοηθά μεθοδολογικά σε αυτό το επίπεδο) μετατράπηκε και σε
κινητές αξίες, καταθέσεις εντός και εκτός, υψηλότερο επίπεδο διαβίωσης κλπ.
Υπερεπένδυση σε ακίνητη περιουσία σημειώθηκε επίσης και για λόγους κοινωνικού
εντυπωσιασμού, ενώ κατά τις δυο επόμενες δεκαετίες, 80 & 90, η αγορά της
ακίνητης περιουσίας υπομοχλεύθηκε και από την πιστωτική έξαρση του φθηνού
χρήματος που μοίραζαν οι τράπεζες αφειδώς μεν, δανεικώς δε.
Όλα τα παραπάνω δεν οδήγησαν την ακίνητη αγορά παρά σε μια
φούσκα. Λειτούργησαν ως δυνάμεις που έξω από επενδυτικές και παραγωγικές
διαδικασίες ανέβαζαν τις αξίες των ακινήτων σε πολύ υψηλότερα επίπεδα από αυτά
που θα ίσχυαν αν η αγορά κινείτο ορθολογικά. Ήταν νομοτελειακά αναμενόμενο ότι
αυτή φούσκα των αξιών κάποτε θα έσκαγε.
2. Ζούμε σε μια χώρα που έως
πρότινος, αλλά ίσως ακόμα και σήμερα, για να σου ανήκει κάτι αρκεί απλά να
δηλώσεις την κατοχή του. Η έλλειψη κτηματολογίου ήταν καθοριστική για την
ουσιαστική ανυπαρξία φορολόγησης ακίνητης περιουσίας. Είναι γνωστές σε όλους
περιπτώσεις για κτήματα που αλλάξαν χέρια με ψευδομάρτυρες της εικοσαετούς
νομής, όπως επίσης είναι γνωστό ότι σωρευτικά η έκταση που δηλωνόταν για τις Εοκικές
επιδοτήσεις κάλυπτε επίσης και την περιοχή ανάμεσα στις κοιλάδες Νείλου και
Τίγρεως – Ευφράτη. Υπήρχε δηλαδή μια χαοτική κατάσταση την οποία η κεντρική
διοίκηση ήταν αδύνατο να συμμαζέψει με συστηματικό τρόπο ο οποίος θα βοηθούσε
ίσως και σε φορολογικούς σκοπούς. Εξ αυτού η φορολογία της ακίνητης περιουσίας
ήταν κατακερματισμένη σε κεντρικό και τοπικό επίπεδο, με χίλιες δυο μορφές επί
μέρους φορολόγησης, με τέλη, με χαράτσια, με τη ΔΕΗ, με το Δήμο και ένα σωρό
λύσεις ανάγκης εκ του προχείρου.
3. Την ανάγκη αυτή ήλθε να
καλύψει το Ε9. Αλλά, στη χώρα της φαιδράς πορτοκαλέας η κατάληξή του ήταν προδιαγεγραμμένη.
Ας θυμηθούμε ότι η πρώτη προσπάθεια για τη συμπλήρωση αυτού του έντυπου από
τους φορολογούμενους έγινε το 1997. Η αρχική προσπάθεια αυτή απέδωσε τόσο καλά
ώστε το 2005 οι φορολογούμενοι εκλήθησαν να ξανασυμπληρώσουν εξ αρχής όσα είχαν
δηλώσει το 1997. Προφανώς τα έντυπα εκείνα να στοιβάζονται ακόμα αναξιοποίητα
σε κάποιες αποθήκες των οποίων τα ενοίκιο εξακολουθεί να πληρώνει το ελληνικό
δημόσιο με τα λεφτά μας φυσικά.
Αλλά ούτε και η δεύτερη αυτή
προσπάθεια, του 2005, απέβη αισίως, εφ΄όσον όταν κληθήκαμε με τη δημιουργία της
ηλεκτρονικής εφαρμογής να συμπληρώσουμε on line το Ε9, διαπιστώσαμε με τρόμο πως από
όσα είχαμε υποβάλει χειρόγραφα, τίποτα δεν ήταν ηλεκτρονικά αποθηκευμένο και
έπρεπε εκ νέου να ενημερώσουμε τη βάση δεδομένων εκ του μηδενός. Σημειωτέον ότι
εδώ ενέχονται και ευθύνες διευθυντών που οργάνωσαν τη δουλειά, υπαλλήλων που
πληρώθηκαν γι αυτήν, και εξωτερικών συνεργατών παρομοίως, οι οποίες ποτέ δεν
αναζητήθηκαν.
4.Καλώς ή κακώς πρέπει να
αναγνωρίσουμε το γεγονός ότι η χώρα μας δεν έχει κουλτούρα ευρωπαϊκής δημόσιας
διοίκησης, πόσο μάλλον φορολογική κουλτούρα. Βγαλμένη από τα κόκκαλα των
Ελλήνων τα ιερά με χαράτσια (τα πρωτότυπα, της τουρκοκρατίας) και δέκατες, η
έννοια φορολογικής οργάνωσης της ακίνητης περιουσίας φάνταζε τουλάχιστον
αστεία. Και, ναι, πρέπει να κάνουμε τη μεγάλη παραδοχή πως, άνευ τρόικας δε θα
είχε προχωρήσει καν αυτή η προσπάθεια. Ήταν η ανάγκη της κάλυψης του
δημοσιονομικού ελλείμματος, μέσω της αύξησης των φορολογικών δημοσίων εσόδων
όπως προέκρινε ο κυβερνητικός σχεδιασμός, που οδήγησαν στην τελική προσπάθεια
για τη συστηματοποίηση της φορολόγησης της ακίνητης περιουσίας. Αλλά όλα έγιναν
τόσο ωραία λάθος, που λέει κι Σεφέρης χρησιμοποιώντας την πιο πολυσυζητημένη
άνω τελεία της Νεοελληνικής λογοτεχνίας.
Ο ΕΝΦΙΑ ήταν μια πάρα πολύ ωραία ιδέα η οποία
όμως αναπτύχθηκε και εφαρμόσθηκε με βασικά σφάλματα στη διαδικασία υλοποίησής
του:
Πρώτον , οι αντικειμενικές τιμές
οι οποίες χρησιμοποιούνται είναι προ πολλού ξεπερασμένες. Ανήκουν στην εποχή
των παχιών αγελάδων, ενώ εδώ και καιρό έχουμε ήδη εισχωρήσει στην εποχή των ισχνών. Το φούσκα-εφέκτ, για το
οποίο μιλήσαμε πιο πάνω γίνεται με άνεση αντιληπτό πλέον. Απλά δεν είναι σωστό,
ακίνητο με αγοραία αξία 20Κ€ να φέρει αντικειμενική αξία 90Κ.
Δεύτερον, και χρήζον περισσότερης
ανάλυσης: Οι προσδιοριστικές παράμετροι της φορολογητέας αξίας του ακινήτου
είναι υπερβολικά πολλές και ταυτόχρονα πολύπλοκες. Το ίδιο το Υπουργείο, με
σημερινή δήλωση του ίδιου του Υπουργού, στην ουσία παραδέχθηκε την ανικανότητα
του να διαχειριστεί όλες αυτές τις παραμέτρους. Ο κυριότερος λόγος για αυτό
είναι ότι το έντυπο Ε9 (ναι αυτό που κληθήκαμε να συμπληρώσουμε τρείς φορές)
δεν ήταν επαρκώς σχεδιασμένο για να καλύψει τις ανάγκες του ΕΝΦΙΑ. Δυο
παραδείγματα εκ του προχείρου: Α) Ο κωδικός 99 για τα κτίσματα υπό ανέγερση,
δεν καλύπτει πλήρως τις ανάγκες του νόμου που απαιτούν την ανέγερση έως ένα
συγκεκριμένο στάδιο για τη φορολογική ελάφρυνση του κτίσματος. Ή Β) το ότι ένα
ακίνητο διαθέτει μετρητή, εάν έχει διακοπεί, δε σημαίνει ότι ηλεκτροδοτείται
κιόλας (παρά μόνο δυνητικά).
Σε αυτές τις εγγενείς
σχεδιαστικές αδυναμίες πρέπει να προστεθούν ακόμα: Η απειρία, η έλλειψη
διοικητικής κουλτούρας και ή ελλειπής και προβληματική συμμετοχή των πολιτών
στην προσπάθεια της φορολογικής αποτύπωσης της ακίνητης περιουσίας.
Από προσωπική πείρα γνωρίζω ότι
πάρα πολλές κατοικίες κάθετης ιδιοκτησίας έχουν συμπληρωθεί κατά το δοκούν,
υπάρχουν δηλωμένα κτίσματα υπό ανέγερση τα οποία κατοικούνται κανονικότατα τόσα
χρόνια ώστε να κινδυνεύουν να καταρρεύσουν από την παλαιότητα, η ερώτηση δε για
τα μέτρα από τη θάλασσα μόνο μειδίαμα προκαλεί στους περισσοτέρους. Οι
δηλωμένοι δε βοσκότοποι της χώρας μας είναι τόσο φιλόξενοι ώστε να δέχονται
ταπεινά την ύπαρξη εκατοντάδων λιόδεντρων στο έδαφός τους.
Ένα βασικό σχεδιαστικό λάθος του
Ε9 είναι πως κατασκευάσθηκε αποκλειστικά για τη φορολογία και μοιραία ανετέθη
στους φοροτεχνικούς ή συμπλήρωσή του. Η σωστή πορεία κατ΄αρχήν θα ήταν να
ολοκληρωθεί πρώτα η κτηματολογική χαρτογράφηση της χώρας και μετά να
φορολογηθεί το αποτέλεσμά της. Έτσι τα δεδομένα θα φτάνανε στη βάση τους με
σωστότερες θεσμικά και επιστημονικότερες μεθόδους. (Συμβολαιογράφους και
μηχανικούς) . Πρέπει να παραδεχθούμε πως η ανάμιξη των φοροτεχνικών διέπεται
από τις εξής παραδοχές: Ένας φοροτεχνικός με ανώτερη μόρφωση και ολοκληρωμένη
θεωρητική κατάρτιση για τη σωστή συμπλήρωση του Ε9, δε σπούδαζε οικονομικά (αν
βέβαια προέρχεται από οικονομικό, που είναι και το πιο σύνηθες, και όχι από
νομικό κύκλο) για να συμπληρώνει κουτάκια. Θα κάνει λοιπόν ότι είναι δυνατό για
την επαρκή συμπλήρωση του εντύπου έως το σημείο που θα τον καλύπτουν οι
πληροφορίες που θα του παρέχει ο φορολογούμενος. Αν πάλι έχει μεσαία μόρφωση
είναι πολύ πιθανό να μην ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις των αστικών νομικών
όρων, η κατανόηση των οποίων είναι εκ των ων ουκ άνευ για τη σωστή ολοκλήρωση
της δουλειάς. Θα είναι δε και πιο ευάλωτος στις υποδείξεις του φορολογούμενου
για πιο ευνοϊκές του πραγματικού αναφορές επί της δήλωσης. Και στις δυο
περιπτώσεις δε είναι ανεύθυνος νομικά για το αποτέλεσμα της δουλειάς του
εφ΄όσον τη νομική ευθύνη για τη σωστή συμπλήρωση της δήλωσης φέρνει πάντα ο
φορολογούμενος, και μόνο ενοχικά μπορεί να του ζητηθεί ευθύνη, κατά προτίμηση
μήνα Μάη και με μεζέ τριφύλλι.
5. Πέρα όμως από όλα αυτά τα
τεχνικής φύσεως ζητήματα πλανάται το μεγάλο ερώτημα: Είναι τελικά σωστό να
φορολογείται η ακίνητη περιουσία; Μήπως είναι άδικο να φορολογείς κάτι που δεν
αποφέρει εισόδημα;
Η απάντηση δεν είναι απλή, και
δεν είναι και εύκολη.
Σαν αρχή πρέπει να έχουμε πως η
φορολόγηση του εισοδήματος είναι πάντα πιο δίκαιη από τη φορολόγηση του
συσσωρεμένου πλούτου. Ο συσσωρευμένος πλούτος φορολογήθηκε όταν αποκτήθηκε ως
εισόδημα. Ο συσσωρευμένος πλούτος φορολογείται επίσης για το εισόδημα που
αποφέρει ως επενδυτικό αγαθό.
Σε πάρα πολλές καταστάσεις ο
συσσωρευμένος πλούτος φορολογείται και κατά τη διαδικασία μεταβίβασης του, με
φόρους μεταβίβασης, φόρους προστιθέμενης αξίας.
Μια σωστά ευνομούμενη πολιτεία
πρέπει να στοχεύει στην κάλυψη των όποιων, υψηλών ή χαμηλών, φορολογικών της
αναγκών μέσω της φορολόγησης των διαφόρων πηγών εισοδήματος, ώστε να διατηρεί
μιαν αίσθηση φορολογικής δικαιοσύνης ανάμεσα στους πολίτες της.
Παρ΄ όλα αυτά σε περιπτώσεις
έκτακτης ανάγκης για ενίσχυση των φορολογικών εσόδων, όπως καλή ώρα τώρα,
προκρίνεται η διαδικασία της φορολόγησης της ακίνητης περιουσίας, και του
συσσωρευμένου πλούτου γενικότερα. Δυστυχώς αυτή η περίπτωση υποκρύπτει μια θολή
και ασαφή έννοια «φορολογικής δικαιοσύνης» με παλαιοσοσιαλιστικά κριτήρια. Η
απλουστευμένη γενίκευση «γιατί να πληρώσω εγώ – να πληρώσουν αυτοί που τα
έχουν» κυριαρχεί με ένα λαϊκίστικο τρόπο επί της φορολογικής διαδικασίας με
κύριο σκοπό τον εξευμενισμό μιας γενικά απροσδιόριστης «κοινής γνώμης».
Ενδέχεται ακόμα η φορολόγηση της
ακίνητης περιουσίας να λειτουργήσει και κατά κάποιο τρόπο εκδικητικά,
προσπαθώντας, διορθώνοντας το λάθος με λάθος, να αποκαταστήσει ενδεχόμενες
αδικίες παλαιοτέρων ετών, οι οποίες, κατά την αντίληψη της «κοινής γνώμης», ή
και στην πραγματικότητα, μπορεί να οδήγησαν στη δημιουργία της ακίνητης περιουσίας
η οποία τώρα γίνεται αντικείμενο φορολόγησης.
Είναι προφανές ότι σε αυτήν την
περίπτωση εξετάζεται μόνο η ύπαρξη και όχι η προέλευση της ακίνητης περιουσίας,
ή η απόδοσή της, με ότι αυτό σημαίνει για τη φοροδοτική ικανότητα του
υποκειμένου.
Σε κάθε περίπτωση πάντως η
φορολόγηση της ακίνητης περιουσίας πρέπει να λειτουργεί συμπληρωματικά, και να
εξετάζεται μέσα σε ένα ευρύτερο πλάνο φορολογικού σχεδιασμού, με τη βαρύτητα
που της αρμόζει ανάμεσα στις άλλες φορολογίες που λειτουργούν παράλληλα.
Σε μια εποχή σαν τη δικιά μας, το
κύριο ερώτημα δεν είναι αν είναι δίκαιη η φορολογία των ακινήτων, αλλά εάν
είναι δίκαιο το φορολογικό μείγμα που εφαρμόζεται, και αν δίνεται το κύριο
βάρος στον εντοπισμό των εισοδημάτων, (πραγματικών και τεκμαρτών, στο βαθμό που
ακίνητη περιουσία μένει επίτηδες αναξιοποίητη προσδοκώντας άνοδο των ενοικίων),
πριν να καταφύγουμε στην εύκολη λύση της φορολόγησης των ακινήτων.
Εμού του Ιδίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου