ΦΙΛ

ΦΙΛ

Παρασκευή 24 Οκτωβρίου 2014

Για να αποφύγουμε ένα πραγματικό κραχ! (Του Κώστα Μποτόπουλου* )

Αρθρο παρέμβαση του προέδρου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς για την αναταραχή στο Χρηματιστήριο. Το διεθνές περιβάλλον και η ελληνική ιδιαιτερότητα. Τι πρέπει να διδαχτούν οι πολιτικοί. Πώς πρέπει να χτιστεί η επόμενη μέρα. Γιατί λέξη «κλειδί» είναι η «καθαρότητα».
Πάει καιρός που, για θεσμικούς λόγους, δεν έχω κάνει χρήση της φιλοξενίας που μου παρέχει αυτή η έγκυρη ιστοσελίδα. Για τους ίδιους ακριβώς λόγους θεωρώ ότι ήρθε η ώρα να σπάσω την αποχή, για να προσπαθήσω να εξηγήσω πώς φάνηκαν, μέσα από τα μάτια ενός επόπτη των αγορών, οι δύσκολες τελευταίες μέρες. Για λόγους καθαρότητας -λέξη κλειδί της παρούσας ανάλυσης, όπως θα διαπιστώσουν οι φίλοι αναγνώστες- θα το κάνω υπό τη μορφή ερωταποκρίσεων.

Ήταν χρηματιστηριακό «κραχ» αυτό που ζήσαμε;

Τα γεγονότα είναι γνωστά: από την περασμένη Τρίτη ως την περασμένη Πέμπτη (που ήταν και η μέρα κορύφωσης), ο Γενικός Δείκτης του Χρηματιστηρίου Αξιών της Αθήνας σημείωσε συνολική πτώση 13,57%, με σωρεία πωλήσεων μέσα σε μια μεγάλη αύξηση του τζίρου.
Η εξέλιξη αυτή συνδέθηκε από πολλούς αναλυτές με το γενικό οικονομικό κλίμα της ευρωζώνης και ιδίως με την αναζωπύρωση της «ελληνικής ανασφάλειας» (πιθανή πορεία προς πρόωρες εκλογές, δημοσκοπικό προβάδισμα της ριζοσπαστικής και αντίθετης με τη σημερινή οικονομική πολιτική αντιπολίτευσης, αμφισβήτηση για τη δυνατότητα ή όχι εξόδου της Ελλάδας από το μνημόνιο κατά την κυβερνητική πρόθεση).

Την Παρασκευή, και μετά από δηλώσεις (Κατάινεν, Ρέγκλινγκ) και πράξεις (Ντράγκι) ισχυρών Ευρωπαίων παραγόντων υπέρ της στήριξης της ελληνικής οικονομίας, ο δείκτης ανέβηκε κατά 7,21%, καλύπτοντας έτσι, αριθμητικά τουλάχιστον, τις μισές απώλειες. Η εβδομάδα που αρχίζει θα αποδείξει αν μπορούμε να μιλήσουμε για τέλος συναγερμού.

Η σχετικά μικρή διάρκεια και η άμεση «διόρθωση» συμπληρώνονται από ένα κρίσιμο γεγονός: ότι δεν επρόκειτο για μεμονωμένα ελληνικό, αλλά για διεθνές φαινόμενο, καθώς, τις ίδιες μέρες, όλα τα μεγάλα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια γνώρισαν, τουλάχιστον σε μία συνεδρίαση, πτώσεις από 3 έως 5%, η Γουόλ Στριτ φλέρταρε και αυτή ενδοσυνεδριακά με τα ίδια νούμερα, τα σπρεντς των πορτογαλικών, ιρλανδικών, ιταλικών, ισπανικών ομολόγων ανέβηκαν αισθητά, ενώ σημείωσε σχετική αποτυχία δημοπρασία ομολόγων που επιχείρησε η Μαδρίτη.

Η διεθνής αναστάτωση είχε τα ίδια χαρακτηριστικά με την ελληνική: ένταση και σπασμωδικότητα, γρήγορη αποφόρτιση, χαλαρή σύνδεση με σωρεία ετερόκλητων εξελίξεων. Οι αγορές, πέρα από τη συνήθη και περιοδική υπενθύμιση της δύναμής τους, χτύπησαν το καμπανάκι του εφησυχασμού: όλα είναι ακόμα ρευστά και δύσκολα μέσα στη διεθνή κρίση.

Όχι κραχ, λοιπόν, που για να δικαιολογηθεί πρέπει η φλόγα να γίνει φωτιά, αλλά μεγάλη αναστάτωση. Απέναντι στην οποία η ελληνική εποπτική αρχή έκανε, με ψυχραιμία, αλλά σε εικοσιτετράωρη εγρήγορση, τα δύο βασικά πράγματα που απορρέουν από τις αρμοδιότητες και την αποστολή της: παρακολούθηση όλων των συναλλαγών για διακρίβωση ενδεχόμενων παρανομιών και συνεννόηση με την ευρωπαϊκή εποπτική Αρχή (ESMA) για ενδεχόμενη ανάληψη συντονισμένης δράσης.

Τι δημιούργησε την τόσο σημαντική αναστάτωση;

Θα χρησιμοποιούσα την εικόνα δύο μεγάλων διεθνών κύκλων, ενός μακροοικονομικού και ενός χρηματοπιστωτικού, που κινούνται στην ίδια κατεύθυνση παρασύροντας προς τα εκεί και τη μικρότερη, αλλά απόλυτα εξαρτημένη ελληνική μπάλα.

Οι μακροοικονομικές εξελίξεις συνδέονται κυρίως με την παρατεταμένη ύφεση της ευρωζώνης (εντός της οποίας προστέθηκε η πρώτη ένδειξη αδυναμιών και της Γερμανίας), με την αστάθεια και ουσιαστικά με τη διάλυση της «ομάδας των BRICS, τη μάλλον οριστική αποτυχία δραστικής αναστροφής της ιαπωνικής στασιμότητας και μια σειρά δυνάμει πολύ επικίνδυνες γεωπολιτικές αλλαγές και μη ειρηνικές διεκδικήσεις - στον αραβικό κόσμο, στη Μέση Ανατολή, στα εδάφη της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, στη Νοτιοανατολική Ασία, ακόμα και μέσα από την αναζωπύρωση των ευρωπαϊκών εθνικισμών.

Στο πλαίσιο αυτό η οικονομική και η πολιτική κρισιμότητα των ΗΠΑ, παρά τις αμφισημίες και στα δύο σκέλη (αβεβαιότητα ως προς τη διατηρησιμότητα της ανάπτυξης, συνειδητή άρνηση ενός ρόλου «χωροφύλακα του πλανήτη»), μεταβάλλεται και αυτή και διαμορφώνει τον χρηματοπιστωτικό κύκλο: τη διεθνή μετακίνηση κεφαλαίων προς τις λιγότερο ρυθμισμένες και κάπως πιο ασφαλείς αγορές των ΗΠΑ.

Η Ελλάδα επηρεάζεται και από τις δύο αυτές τάσεις, τις οποίες ενδυνάμωσε με ορισμένα δικά της χαρακτηριστικά: το Χρηματιστήριο Αθηνών είναι ρηχό, άρα με σχετικά λίγες συναλλαγές μπορεί να προκληθεί πολύ θεματικό αποτέλεσμα, ενώ και η περιπέτεια της χώρας μέσα στην κρίση κάθε άλλο παρά έχει τελειώσει, άρα κάθε αναζωπύρωση του «κινδύνου Ευρώπη» φουντώνει πρώτα και πιο έντονα τον «κίνδυνο Ελλάδα».
Στο ιδιαίτερα ευαίσθητο και ασταθές αυτό πεδίο προστέθηκαν, αμέσως πριν από τις μέρες της μεγάλης πτώσης, οι ενέργειες ή οι μη ενέργειες που ήδη αναφέρθηκαν -στο πολιτικό, πολιτειακό και «μνημονιακό» επίπεδο-, μεγεθύνοντας έτσι, σχεδόν φυσιολογικά, τις συνέπειες της διεθνούς αναστάτωσης.
Όπως η πτώση των διεθνών χρηματιστηρίων δεν οφείλεται, ούτε σηματοδοτεί μια εμφανή, και πάντως όχι πρωτοφανέρωτη, χειροτέρευση της παγκόσμιας οικονομίας, ούτε αναδεικνύει έλλειψη πρωτοβουλιών σε ρυθμιστικό επίπεδο (αντίθετα, επί ελληνικής προεδρίας ολοκληρώθηκε ένας βαθύς κύκλος αλλαγών που χαρακτηρίζεται από τις ίδιες τις αγορές ως «ρυθμιστικό τσουνάμι»…), έτσι και η περιδίνηση του ελληνικού χρηματιστηρίου δεν οφείλεται και πάντως δεν θέτει εν αμφιβόλω επιτεύγματα της ελληνικής οικονομίας, όπως τη δημοσιονομική προσαρμογή, την παραγωγή πρωτογενών πλεονασμάτων, ακόμα και την ήδη επελθούσα (από τον Απρίλιο) έξοδο στις αγορές.

Ποια τα μαθήματα για την Ελλάδα από αυτήν την κρίση μέσα στην κρίση; 

Εδώ ταιριάζει η προαναγγελθείσα λέξη-κλειδί: καθαρότητα. Για να ξαναμπεί η Ελλάδα, με όλες της τις ιδιαιτερότητες και τις δυσκολίες, μέσα στον «μεγάλο κύκλο» που κινεί τις αγορές, για να πεισθούν (ξανά, αλλά σχεδόν εξυπαρχής) οι αγορές ότι οι δυσκολίες και οι ιδιαιτερότητες δεν είναι πολύ πιθανό να οδηγήσουν σε ανατροπές και επαναβυθίσεις, απαιτείται ευκρινής και ειλικρινής προσανατολισμός. 

Με δύο αιχμές: τον τρόπο αρχιτεκτόνισης και τις εσωτερικές λεπτομέρειες και διευθετήσεις της «μεταμνημονιακής μέρας», όπως και όποτε έλθει αυτή, και τη στάση των ελληνικών πολιτικών δυνάμεων, στο σημερινό και στον όποιο άλλο συσχετισμό τους, έναντι των συμφωνημένων με τους εταίρους δανειστές μας.

Σε μεγάλο βαθμό το δεύτερο -ας το ονομάσουμε «κοινή εθνική στάση»- εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το πρώτο - από το πώς θα επανασχεδιασθεί και θα παρουσιαστεί διεθνώς η «μεταμνημονιακή μέρα», της οποίας η πρόσφατη χρηματιστηριακή αναστάτωση έδειξε τις σημαντικές ατέλειες και αντιφάσεις. Με μια αυτονόητη προσθήκη: δεν μπορεί να υπάρξει η παραμικρή πειστικότητα και καθαρότητα αν οι απολύτως φυσιολογικές διαφωνίες περιβληθούν τον μανδύα της θεσμικής αμφισβήτησης ή ακόμα χειρότερα της πρόθεσης ανατροπής - αυτό είναι το πρώτο και, σε πολιτικό επίπεδο, σημαντικότερο μάθημα της αναστάτωσης.

Το δεύτερο μάθημα είναι πιο τεχνικό - η ανάγκη να ληφθούν μέτρα είναι πιο εμφανής από το είδος των μέτρων. Το ξεκαθάρισμα πρέπει να γίνει σε πολλά επίπεδα. Αφού πρόθεση είναι η (ταυτόχρονη με την ευρωπαϊκή αλλά πρόωρη ως προς το ΔΝΤ) απεμπλοκή και από τη σχέση (και το δάνειο) με το ΔΝΤ, ποιος θα καλύψει και με ποιον θα συμφωνηθούν οι όροι αυτής της υπέρβασης; Με το ίδιο το ΔΝΤ, ή με την Ευρωπαϊκή Ένωση, ενεργώντας ως οιονεί θεματοφύλακας των συμφερόντων όλης της «τρόικας»; Και αν, όπως θα ήθελε η λογική της καθαρότητας και δεν αποκλείει και το ίδιο το ΔΝΤ, γίνει το δεύτερο, τότε ποιο είναι το πιο κατάλληλο εργαλείο από την «εγγυητική εργαλειοθήκη», υπάρχουσα ή υπό διαμόρφωση, των ευρωπαϊκών θεσμών; Μια «προληπτική χρηματοδοτική συνδρομή» (PLCC), ως δίχτυ ασφαλείας σε περίπτωση που χρειασθεί, και με επίπεδο εποπτείας παρόμοιο με το τωρινό (παροχή όλων των πληροφοριών, υποχρεώσεις ασκήσεων προσομοίωσης και διευκόλυνσης ελέγχων από την Ελλάδα), χωρίς όμως τη σημερινή περιοδικότητα των ελέγχων (τακτικές αντί τρίμηνες επιθεωρήσεις); Μια «ενισχυμένη πιστωτική γραμμή» (ECCL), με δυνατότητα υπαγόρευσης διορθωτικών ή άλλων μέτρων εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά με πιο χαλαρή ερμηνεία των κανόνων του ελλείμματος και του χρέους; Ή η διαμόρφωση μιας νέας συμφωνίας-πλαισίου για τις υποχρεώσεις της Ελλάδας στη νέα κατάσταση, με ιδιαίτερη έμφαση στη συνέχιση και επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων;

Ό,τι και να επιχειρηθεί, πάντως, πρέπει να επιχειρηθεί μετά από μεγάλο ζύγισμα αλλά με την όσο το δυνατόν ευρύτερη πολιτικοκοινωνική στήριξη. Η οποία δεν μπορεί παρά να ξεκινά από τη συνειδητοποίηση ότι κάποιου είδους «επιτήρηση», και μάλιστα όχι ουδέτερη, θα συνεχιστεί, αλλά, αν οι όροι της είναι οι καλύτεροι δυνατοί για τη χώρα, αυτό δεν θα σημάνει ούτε (περαιτέρω) κάμψη της εθνικής κυριαρχίας, ούτε ασφαλώς εθνική οπισθοχώρηση.

Ποια μπορεί να είναι τώρα η πορεία;

Το ελληνικό πολιτικό και οικονομικό σύστημα πρέπει συνεπώς να αρχίσει (αμέσως) να σχεδιάζει πάνω σε τρία δεδομένα: η βασική κατεύθυνση ολοκληρωμένης -και σε σχέση με το ΔΝΤ- εξόδου από το μνημόνιο δεν είναι ανάγκη να αλλάξει, η έξοδος αυτή όμως θα είναι αναγκαστικά όχι μονομερής αλλά συμφωνημένη και μέρος της συμφωνίας θα είναι η συνέχιση της λήψης μέτρων και η συνέχιση της επιτήρησης, όσο πιο πολύ δημιουργηθεί ένα νέο πλαίσιο προσαρμοσμένο στις ανάγκες της Ελλάδας και με χωνεμένη την εμπειρία από τις πολλές, ένθεν κακείθεν, αστοχίες του τωρινού προγράμματος, και όσο πιο πολύ αυτό το νέο πλαίσιο το «οικειοποιηθεί» η πολιτική εξουσία, τόσο περισσότερες θα είναι οι πιθανότητες να δημιουργηθούν οι συνθήκες της αναγκαίας οικονομικής, και όχι μόνο, ανάπτυξης μετά από τόσα χρόνια ύφεσης. Ανάπτυξης που ήταν και θα είναι, στην Ελλάδα και σε όλο τον κόσμο, το μόνο επιχείρημα έναντι των αγορών.

Η εμπειρία της τριήμερης χρηματιστηριακής αναστάτωσης έδειξε ότι τα βήματα, εκτός από καθαρά, πρέπει να γίνονται και ένα-ένα. Μπροστά μας υπάρχουν τρία καθοριστικά γεγονότα: η επισημοποίηση των αναγκών των συστημικών τραπεζών (26 Οκτωβρίου) μετά τα πανευρωπαϊκά stress tests, η ολοκλήρωση του παρόντος κύκλου αξιολόγησης της τρόικας (μέσα Νοεμβρίου) για την ανάδειξη της κατάστασης και των αναγκών της ελληνικής οικονομίας στο παρά ένα της εξόδου από το μνημόνιο, η βασισμένη πάνω σε αυτές τις διαπιστώσεις διαπραγμάτευση και εκπόνηση της συμφωνίας-πλαισίου για τον τρόπο στήριξης και επιτήρησης της Ελλάδας στη «μεταμνημονιακή», αλλά όχι οριστικά εκτός κρίσης εποχή.

Ειδικά για τον χώρο των αγορών κεφαλαίου, όπου δεν είναι δυνατόν να ανατραπούν από τη μια μέρα στην άλλη ούτε η ρηχότητα του ελληνικού χρηματιστηρίου, ούτε η σχετική δυσπιστία απέναντι στις (δημόσιες ή εταιρικές) ομολογιακές εκδόσεις, ούτε η «επιθετική» συμπεριφορά των κατά το πλείστον «βραχυπρόθεσμων» ξένων επενδυτών-funds, η έννοια του «πολιτικού ρίσκου» θα συνεχίσει να υφίσταται. Θα λάβει, όμως, μια πιο καλοήθη -πιο «φυσιολογική», αφού αυτός είναι ο τρόπος που φαντασιωνόμαστε πλέον το μέλλον της χώρας μας- μορφή, αν πατήσει πάνω σε μια ευρύτερη πολιτική συμφωνία για τον προσανατολισμό της Ελλάδας. Ώστε, σιγά-σιγά η χώρα να ξαναμπεί σε «πεδίο αποδοχής» (rated territory - το οποίο συγκροτείται τόσο από τη γενική εικόνα όσο και από το ειδικό rating) από τις ίδιες αγορές.

Ετσι ώστε, την επόμενη φορά που θα υπάρξει χρηματιστηριακή αναταραχή να είναι πιο ευκρινής η διάκριση ανάμεσα στην εντελώς φυσιολογική διακύμανση (volatility) και στην πολύ επικίνδυνη θεσμική ανασφάλεια (uncertainty). Και μήπως έτσι διευκολυνθεί η επιλογή του δρόμου της ψυχραιμίας.

* Πρόεδρος της Ελληνικής Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, μέλος του Προεδρείου της Ευρωπαϊκής Αρχής Κεφαλαιαγορών.

ΠΗΓΉ: euro2day.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου