ΦΙΛ

ΦΙΛ

Πέμπτη 9 Οκτωβρίου 2014

Time-preference, Roundaboutness και παραγωγικότητα ( του "Αναρχοφιλελεύθερου")

Αφορμή για την παρούσα ανάρτηση είναι η δήλωση του Προέδρου Κλίντον "Οι Έλληνες δουλεύουν 25% περισσότερο από τους Γερμανούς" και η αναφορά στο τελευταίο φυλλάδιο της Eurobank, σύμφωνα με την οποία "η Γερμανική οικονομία... είχε μικρότερη αύξηση της παραγωγικότητας σε σχέση με την αντίστοιχη αύξηση που καταγράφηκε στην ελληνική οικονομία (0,37% σε σχέση με 1,41%)"
Ο Eugen von Böhm-Bawerk υπήρξε εξέχουσα προσωπικότητα της Αυστριακής σχολής. Στο βιβλίο του "Positive Theorie des Kapitales" ανέπτυξε τη θεωρία για την “προτίμηση του χρόνου” (time-preference), η οποία αποτέλεσε μια οικονομική εξήγηση για την καταβολή τόκων στο δανειζόμενο κεφάλαιο, σε μια περίοδο που η λήψη του θεωρούταν όχι μόνο πράξη ειδεχθής και ανήθικη άλλα και αμαρτία από ορισμένα θρησκευτικά δόγματα. Επίσης, στο ίδιο βιβλίο, ανέλυσε τη θεωρία του για την "κυκλικότητα κατά το σχηματισμό κεφαλαίου" (Roundaboutness), η οποία συσχέτιζε το βαθμό περιπλοκότητας στην παραγωγή με το χρόνο που αναλογικά απαιτείται. Ο παράγοντας χρόνος είναι η κοινή συνισταμένη των δύο θεωριών, οι οποίες αργότερα αποτέλεσαν τη βάση για την Αυστριακή θεωρία των οικονομικών κύκλων.


Προτίμηση χρόνου και κυκλικότητα παραγωγής
Ένας ψαράς χρησιμοποιώντας καλάμι και πετονιά (κεφαλαιουχικός εξοπλισμός), πιάνει 6 κιλά ψάρια σε 10 ώρες. Πουλάει 10 ευρώ/το κιλό την ψαριά του και καταναλώνει το σύνολο των κερδών του. Ένας δεύτερος κάνει ότι και ο πρώτος, με τη διαφορά ότι αποταμιεύει το 15% των κερδών του. Ένας τρίτος ψαράς κάνει ότι και ο πρώτος, μόνο που αποταμιεύει το 50% των κερδών του.

Έπειτα από 10 χρόνια, ξανασυναντάμε τους ψαράδες. Ο πρώτος συνεχίζει να εργάζεται 10 ώρες και να βγάζει 60 ευρώ. Ο δεύτερος, με τα χρήματα που αποταμίευσε, αγόρασε ένα 7μετρο καΐκι. Τώρα μόλις σε 8 ώρες πιάνει 15 κιλά ψάρια. Ο τρίτος με το κεφάλαιο που συγκέντρωσε αγόρασε μια 14μετρη τράτα, με την οποία μέσα σε 5 ώρες πιάνει 20 κιλά ψάρια.

Όσο πιο μεγάλη είναι η αποχή από την τρέχουσα κατανάλωση, τόσο μεγαλύτερο όφελος σε ώρες εργασίας και κέρδη έχουν μελλοντικά ο δεύτερος και ο τρίτος ψαράς. Η αποταμίευση είναι προϋπόθεση της επένδυσης, η οποία βελτιώνει την παραγωγικότητα και την ευημερία. Πέρα από τη διάσταση της προτίμησης του χρόνου, υπάρχει και η κυκλικότητα. Μια 14μετρη τράτα απαιτεί περισσότερα κεφάλαια ή περισσότερο χρόνο για να παραχθεί σε σχέση με την 7μετρη, πόσω μάλλον σε σχέση με τη πετονιά και το καλάμι. Αν οι ψαράδες δανειζόντουσαν το κεφάλαιο, οι τόκοι που θα πλήρωναν θα ήταν αποτέλεσμα της αύξησης των κερδών τους λόγω της προσθήκης του νέου κεφαλαιουχικού εξοπλισμού. Η βελτίωση της παραγωγικότητας, είναι συνάρτηση του χρόνου και των κεφαλαίων που απαιτούνται για την κατασκευή ή την αγορά του παραγωγικού εξοπλισμού. Στο συγκεκριμένο παράδειγμα, η παραγωγικότητα σχετίζεται με το πλήθος των τελικών προϊόντων που “παράγονται”, αλλά η θεωρία δουλεύει το ίδιο όταν αποσκοπούμε στην ποιότητα ή τη μορφή του τελικού προϊόντος. Άλλη ποιότητα και ποσότητα ανθρώπινου, φυσικού και χρηματικού κεφαλαίου απαιτεί το στήσιμο μιας καφετέριας και άλλη η δημιουργία μιας αυτοκινητοβιομηχανίας. Κατ' επέκταση, άλλη προστιθέμενη αξία θα έχει ο καφές και άλλη το αυτοκίνητο, όπως άλλη αξία έχει το χύμα ελαιόλαδο και άλλη το τυποποιημένο προϊόν που φέρει σφραγίδα ποιότητας και διανέμεται σε ωραία συσκευασία.

Οι Έλληνες δουλεύουν περισσότερο από άλλους λαούς
Ξαναγυρνάμε στους ψαράδες δίδοντας έμφαση στην παραγωγικότητά τους, μετρώντας την ως τον λόγο εισόδημα/ώρες απασχόλησης. Ο πρώτος κερδίζει 60 ευρώ εργάζεται 10 ώρες και παράγει 6 ευρώ ανά ώρα. Ο δεύτερος λαμβάνει 150 ευρώ, εργάζεται 8 ώρες και παράγει  18,75 ευρώ  ανά ώρα. Ο τρίτος κερδίζει 200 ευρώ, εργάζεται 5 ώρες και πιάνει 40 ευρώ την ώρα. Ο πρώτος ψαράς μας θυμίζει έντονα τον Έλληνα, ο οποίος αν  και εργάζεται περισσότερο από τον τρίτο ψαρά (π.χ τον Γερμανό), πληρώνεται και παράγει λιγότερο. Γιατί; Λόγω χαμηλής παραγωγικότητας που έχει ως αίτιο την υψηλή τρέχουσα κατανάλωση και άρα τη χαμηλή επένδυση. Τα μέσα παραγωγής, το μανατζμεντ, το ανθρώπινο κεφάλαιο και ο κεφαλαιουχικός εξοπλισμός με τα οποία παράγει είτε είναι απαρχαιωμένα είτε χαμηλών δυνατοτήτων.

Μετά από τα παραπάνω βασικά, μπαίνει στην εξίσωση η Eurobank. Στο τελευταίο της φυλλάδιο ανέφερε ότι οι Γερμανοί είχαν χαμηλότερη αύξηση παραγωγικότητας από τους Έλληνες κατά τη περίοδο 2000-2009 ("η Γερμανική οικονομία... είχε μικρότερη αύξηση της παραγωγικότητας σε σχέση με την αντίστοιχη αύξηση που καταγράφηκε στην ελληνική οικονομία (0,37% σε σχέση με 1,41%)") . Το θέμα θα μπορούσε να αποτελεί μυστήριο. Πως μπορεί μια χώρα με υψηλή αποταμίευση και παραγωγικές επενδύσεις να υπολείπεται τόσο πολύ σε παραγωγικότητα έναντι ενός λαού που αποταμιεύει ελάχιστα; Η προφανής απάντηση θα ήταν ότι με τη βοήθεια του εξωτερικού δανεισμού, οι Έλληνες μετέφεραν στην παραγωγική τους βάση τεχνολογία, καινοτομία, σύγχρονες μεθόδους παραγωγής κλπ. Δυστυχώς αυτό δε συνέβη. Η Ελλάδα αν και αύξησε αλματωδώς τον εξωτερικό της δανεισμό, αυτός μετατράπηκε σε κατανάλωση και σε επενδύσεις κατοικιών, οι οποίες ουδόλως αυξάνουν την παραγωγικότητα. Μάλλον κάτι άλλο συμβαίνει.

Η μέτρηση για την παραγωγικότητα, όπως και στο παράδειγμα, θέτει στον αριθμητή τον παραγόμενο πλούτο (δηλαδή το ΑΕΠ) και στον παρανομαστή την απασχόληση (συνήθως σε ώρες εργασίας). Τη δεκαετία του 2000, η Ελλάδα είχε τη μεγαλύτερη αύξηση του ΑΕΠ έναντι των εταίρων της, χωρίς η απασχόληση να αυξάνεται ανάλογα. Ένας ξένος παρατηρητής θα σκεφτόταν “Εφόσον το εργατικό δυναμικό είναι περίπου το ίδιο σε αριθμό και εργάζεται περίπου τις ίδιες ώρες, άρα για να αυξάνεται ο παραγόμενος πλούτος μάλλον χρησιμοποιούνται εξελιγμένες τεχνικές παραγωγής”. Υπό την παραπάνω έννοια, η αύξηση του ΑΕΠ δεδομένης της απασχόλησης, ερμηνεύεται -από τους αναλυτές της Eurobank- ως αύξηση της παραγωγικότητας.

Ωστόσο, όλοι γνωρίζουν ότι στην Ελλάδα η αύξηση του ΑΕΠ ήταν αποτέλεσμα της αύξησης του δανεισμού. Έχοντας περισσότερα χρήματα στις τσέπες τους οι Έλληνες, αγόραζαν διαρκώς περισσότερα προϊόντα και σε συνδυασμό με το φθηνό και εύκολο δανεισμό, οι “επενδύσεις” σε ακίνητα εκτοξεύτηκαν ωθώντας το ΑΕΠ σε αλματώδη αύξηση.

Γιατί η μέτρηση της παραγωγικότητας με τον παραπάνω τρόπο αποτελεί πρόβλημα; Πριν την έλευση της τρόικας, οι αυξήσεις στον ιδιωτικό τομέα δίδονταν προσμετρώντας την “αύξηση” της παραγωγικότητας συν την επίδραση του πληθωρισμού. Δηλαδή, το μεγαλύτερο μέρος των μισθολογικών αυξήσεων που δόθηκαν τη δεκαετία του 2000 είχαν ως αίτιο τις κρατικές δαπάνες οι οποίες αύξαναν τον πληθωρισμό, το ΑΕΠ και την... παραγωγικότητα. Ίσως βέβαια ένα ελάχιστο ποσοστό της αυξημένης παραγωγικότητας πράγματι να οφείλονταν στη βελτίωση των μέσων και των διαδικασιών της παραγωγής.  Η αύξηση των μισθών μείωνε διαρκώς την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων, με αποτέλεσμα να καταγράφεται ολοένα και μεγαλύτερο έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Σημειώστε δε, ότι τα δανεικά πήγαιναν σε τομείς όπως το εμπόριο (λιανικό-χονδρικό), την εστίαση και τις κατασκευές, οι οποίοι παρουσιάζουν τεράστιο ύψος μαύρης εργασίας, αφαιρώντας εν τέλει μονάδες από τον παρανομαστή και άρα αυξάνοντας τον λόγο της διαίρεσης. Η αυξημένη παραγωγικότητα δεν ήταν τίποτε άλλο από ένα συνδυασμό υπερδανεισμού και εισφοροδιαφυγής.

Η λύση που προτείνει η Eurobank για την ανάκτηση της χαμένης ανταγωνιστικότητας, είναι η αύξηση της παραγωγικότητας έναντι της μείωσης των μισθών. Οι περικοπές στους μισθούς αποτελούν το μέσο και όχι το σκοπό της οικονομικής προσαρμογής, ο οποίος είναι η πτώση των τιμών (εσωτερική υποτίμηση). Η λογική πίσω από το σκεπτικό είναι ότι εφόσον οι τιμές των προϊόντων αυξήθηκαν λόγω της αύξησης των μισθών, η περικοπή τους θα φέρει το αντίθετο αποτέλεσμα. Αυτή η λογική αποδείχθηκε λανθασμένη, καθώς ένα από τα κολοσσιαία προβλήματα της ελληνικής οικονομίας είναι η ακαμψία των τιμών. Από το 2010 μέχρι το 2012, αν και οι μισθοί κοβόντουσαν, οι τιμές ανέβαιναν. Αυτό σημαίνει ότι δεν δουλεύει ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης διότι υπάρχει πληθωρισμός προσφοράς, ο οποίος είναι αποτέλεσμα υπέρρύθμισης και διοικητικών στρεβλώσεων στην αγορά. Το πρόβλημα αυτό λύνεται μόνο με μεταρρυθμίσεις. Δίχως αυτές, ΟΛΕΣ οι μισθολογικές περικοπές– πέραν του δημοσιονομικού αποτελέσματος- πάνε χαμένες.  Όταν ο Γερμανός βλέπει ένα ελληνικό προϊόν στο market, δεν εντυπωσιάζεται από  την υποχώρηση του μοναδιαίου κόστους εργασίας, αλλά από την υψηλή τιμή του.

Μπορεί όμως η αύξηση της παραγωγικότητας να λύσει το πρόβλημα βραχυπρόθεσμα; Αν σκεφτούμε ότι κάτι τέτοιο απαιτεί αποταμιεύσεις, παραγωγικές επενδύσεις και χρόνο για να αποδώσουν όλα αυτά, τότε μάλλον όχι. Η περικοπή μισθών θα δημιουργήσει εκ νέου πρόβλημα στη βιωσιμότητα των τραπεζών, αλλά δεν υπάρχει άλλη λύση. Μεταρρυθμίσεις, αποταμίευση και μείωση μισθών, πρέπει να γίνουν ταυτόχρονα αδιαφορώντας για το βραχυπρόθεσμο αποτέλεσμα. Η αργοπορία κοστίζει και μαγικές λύσεις δεν υπάρχουν.
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου