Η Μεταρρύθμιση, ως πολιτική έννοια στη σύγχρονη Ελλάδα, μπορεί
να παρομοιαστεί με έναν επικλινή δρόμο διπλής φοράς. Αυτόν το δρόμο άλλοι έχουν
επιλέξει να τον ανέβουν και άλλοι να τον κατέβουν.
Και για τους μεν, αλλά και για τους δε, δυσκολίες υπάρχουν
πολλές στην πορεία τους. Όχι οι ίδιες δυσκολίες όμως. Άλλη είναι η φύση των
προβλημάτων που αντιμετωπίζουν όσοι ακολουθούν την ανοδική πορεία, και άλλη για όσους
ακολουθούν την καθοδική.
Αυτός που ανεβαίνει, για παράδειγμα, πρέπει να σταματά και
να παίρνει ανάσες. Εκεί που σταματά για να ξαποστάσει, του δίνεται η ευκαιρία
να ατενίσει και το υπόλοιπο της διαδρομής που έχει να διανύσει. Οπλίζει το
εαυτό του με περισσότερη υπομονή, και θέληση για προσπάθεια, και ξαναξεκινά την
πορεία του.
Αυτός ο δρόμος, όταν τον ανεβαίνεις φαντάζει πιο μακρύς,
Ξέρεις ότι για να φτάσεις στο τέρμα του πρέπει να προχωράς συντηρητικά , να
κάνεις οικονομία δυνάμεων, και ακολουθείς μια τακτική και ένα σύστημα στο
βάδισμά σου. Έχεις έτσι την ευκαιρία να συλλογιστείς εσωτερικά. Δεν είναι
υπερβολή να πούμε ότι προχωρώντας στην ανηφοριά, εκτός της διαδρομής,
ανακαλύπτεις και τον εαυτό σου. Άλλος είσαι τη στιγμή που ξεκινάς κάνοντας το
πρώτο - πρώτο βήμα, και άλλος φτάνεις, όταν θα φτάσεις, στο τέρμα. Κάθε μικρό
βήμα ανεβαίνοντας, κάθε χτύπημα στο δρόμο του μπαστουνιού που κρατάς, είναι κι
ένα ακόμα κλικ σε αυτή την δοκιμασία που συντελείται μέσα σου.
Μαθαίνεις λοιπόν να μετράς τον αντίκτυπο της κάθε σου
ενέργειας, γνωρίζοντας ότι οι αποφάσεις που θα πάρεις, δεν αποτελούν ασκήσεις
τακτικής αλλά αφορούν άμεσα σε ευρέα κοινωνικά στρώματα.
Μια από τις δυσκολίες, βέβαια, που συναντάς ανεβαίνοντας
είναι ότι έχεις να αντιμετωπίσεις αυτούς που κατεβαίνουν. Διότι, αυτοί οι
τελευταίοι, κινούνται με ταχύτητα, βιαστικά, χωρίς να δίνουν ιδιαίτερη προσοχή
στο περιβάλλον τους. Μεθυσμένοι από την ταχύτητα της κατάβασης δεν αναγνωρίζουν
τίποτα άλλο από την ατομική σχέση του καθενός με το τέρμα του δρόμου, προς το
οποίο κατευθύνονται στροβιλιζόμενοι.
Για αυτούς η μεταρρύθμιση δεν είναι μια πορεία επίτευξης
στόχων με σύνεση και σωφροσύνη, αλλά ένα γκραν πρι, στο οποίο αυτός που θα
φτάσει πρώτος παίρνει το έπαθλο, χωρίς να έχει σημασία πόσοι, στη διάρκεια της
κατάβασης, βγήκαν εκτός πορείας, εγκαταλείψανε στα πιτ, φανήκανε με κάθε τρόπο
αδύναμοι να συνεχίσουν σε αυτήν την πορεία.
Η μεγαλύτερη δυσκολία όσων διάλεξαν τη καθοδική οδό είναι ο
αυτοπεριορισμός και η συγκράτηση της ορμής με την οποία κατεβαίνουν. Έρμαια της
κατηφόρας, δεν είναι δυνατόν να αντιληφθούν τις κοινωνικές προεκτάσεις των
μεταρρυθμιστικών μέτρων που προτείνουν. Δε φαίνεται να τους ενδιαφέρουν τα
χάσματα που θα δημιουργηθούν με τις Θατσερικές εμπνεύσεις τους, τις οποίες
προσπαθούν με εμμονή να επιβάλουν ως μόνη μεταρρυθμιστική σωτηρία.
Διότι, στο φινάλε, και η εκλιπούσα Μαργαρίτα δίκιο είχε,
όσον αφορά σε αυτά που ήθελε να πετύχει. Ο τρόπος όμως με τον οποίο τα επέβαλε,
δημιούργησε κοινωνικές πληγές.
Για τον αριστερό μεταρρυθμιστή αυτές οι πληγές έχουν
σημασία. Σε καμιά περίπτωση, στο όνομα μιας «πολιτικά ουδέτερης» ανάπτυξης, ένα
αριστερό μεταρρυθμιστικό κόμμα δε θα δεχθεί την ακαριαία οικονομική και
κοινωνική καθίζηση πλατιών κοινωνικών στρωμάτων.
Αντίθετα θα προσπαθήσει για τη βαθμιαία, εξελικτικά ομαλή
ανατροπή του κάθε κατεστημένου, με τέτοιον τρόπο ώστε τα μεγαλύτερα στρώματα
της κοινωνίας, να μη πλήττονται αλλά, αντίθετα, να βγαίνουν κερδισμένα από αυτή
τη μετάβαση. Θα διαλέξει δηλαδή την ανηφόρα.
Το πόσο συχνά συνεδριάζει το κυβερνητικό συμβούλιο, και αν η συχνότητα αυτή των συνεδριάσεών του είναι θεσμικά αρκετή, ούτε το γνωρίζω άμεσα, ούτε είμαι σε θέση να το κρίνω.
Αυτό που βλέπω όμως είναι το κοινοβούλιο συνεδριάζει επαρκώς, ώστε να παίρνει τις αποφάσεις που τού επιβάλλει θεσμικά το σύνταγμα της χώρας. Επομένως, κανείς δε μπορεί να διατυπώσει μομφή ότι οι το κοινοβούλιο παρακάμπτεται και οι αποφάσεις λαμβάνονται κατά παρεκτροπήν εξωθεσμικά.
Επιπλέον, ας γίνει ξεκάθαρο ότι δεν έχουμε τρικομματική κυβέρνηση, αλλά κυβέρνηση του Αντώνη Σαμαρά, ο οποίος βεβαίως είναι ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας, και η οποία κυβέρνηση στηρίζεται πολιτικά από το κόμμα του και δυο ακόμα κοινοβουλευτικά κόμματα.
Ποτέ δεν είπε κανείς ότι συγκυβερνούν τα τρία κόμματα, εκτός βέβαια από την προπαγάνδα του δημαγωγικού - λαϊκίστικου αντιπολιτευόμενου τόξου της Βουλής. Είναι προφανές νομίζω μετά τα παραπάνω ότι οι συνεδριάσεις της τρικομματικής σε καμιά περίπτωση δεν υποκαθιστούν τα συνταγματικά θεσμικά όργανα της πολιτείας. Κατά τη γνώμη μου περισσότερο λειτουργούν σα μια δεξαμενή διαλόγου, βάσει της αρχικής συμφωνίας, για τη δημιουργία μιας κοινής συνισταμένης όσον αφορά στην πολιτική γραμμή της κυβέρνησης, για την οποία υπάρχει θεσμικά υπεύθυνος, και είναι ο πρωθυπουργός.
Αυτή η δεξαμενή διαλόγου είναι το μεγάλο στοίχημα της χώρας. Είναι κάτι που δεν υπήρξε σχεδόν ποτέ ως τώρα, και που κι αν ακόμη κι όλα τα άλλα αποτύχουν, είναι αυτή που θα μείνει ως παρακαταθήκη για το μέλλον.
Είναι ακόμα ζητούμενη η ολοκληρωμένη εφαρμογή της συμφωνίας βάσει της οποίας σχηματίστηκε η παρούσα κυβέρνηση. Αν όμως πιστεύουμε ότι η αρχική συμφωνία ήταν εντός των σωστών πλαισίων, πρέπει να παραμείνουμε σε αυτή, και να τη στηρίξουμε ακόμα περισσότερο, ώστε να φέρει τα αποτελέσματα για τα οποία καταρτίστηκε.
Το να ζητάμε όμως να αλλάξει η δομή της κυβέρνησης, ειδικά με το χρίσμα των δυο ετέρων πολιτικών αρχηγών ως αντιπροέδρων, περισσότερο θα αποπροσανατολίσει και θα αποσυντονίσει παρά θα βοηθήσει την επίτευξη των στόχων.
Εκτός κι αν τελικά όλο το σύμπαν συνομωτεί για να πάρει κυβερνητικό πόστο ο κ. Βενιζέλος.