Οσοι υπολογίζουν ότι η πορεία προς τις εκλογές, όποτε και αν γίνουν,
θα είναι μια περίοδος ευφρόσυνης αντιμνημονιακής πλειοδοσίας, ανέξοδης
δημαγωγικής παροχολογίας και αδιατάρακτης οικονομικής εξέλιξης θα
διαψευστούν σύντομα. Η Ελλάδα έχει μπει και πάλι σε ζώνη ισχυρών
αναταράξεων. Και μάλιστα σε μια περίοδο διεθνούς αστάθειας και
ευρωπαϊκής στασιμότητας. Αυτές οι αναταράξεις θα διαμορφώσουν το
πολιτικό σκηνικό τους προσεχείς μήνες, πριν και μετά τις εκλογές, αν
αυτές γίνουν τον Φεβρουάριο. Δεν αναφέρομαι στους κομματικούς
συσχετισμούς, ούτε σε εικοτολογίες για το αποτέλεσμα, αλλά στον πολύ
υπαρκτό κίνδυνο η Ελλάδα να γνωρίσει μια νέα επώδυνη οικονομική υποτροπή
για πολιτικούς και πάλι λόγους. Λέω «και πάλι» γιατί διαθέτουμε πλέον
μια αρκετά τεκμηριωμένη συγκριτική εικόνα ώστε να διαπιστώσουμε ότι από
την έναρξη της κρίσης του 2008 το μείζον πρόβλημα που κατέστησε αρνητικά
διακριτή την ελληνική περίπτωση στο πανόραμα των χωρών της ευρωπαϊκής
περιφέρειας ήταν η ανεπάρκεια του πολιτικού συστήματος· η διαστροφική
διαπλοκή του με τα συντεχνιακά συμφέροντα του κρατικιστικού μοντέλου του
ελληνικού μικροκαπιταλισμού· η δημαγωγική και πολωτική λειτουργία του
κομματικού ανταγωνισμού.
Σκοντάφτουμε ξανά στο ίδιο πρόβλημα. Η οικονομία αγωνίζεται να ανακάμψει, η πολιτική όμως και ο κομματικός ανταγωνισμός τείνουν να γίνουν αυτόνομοι παράγοντες νέας οικονομικής υποτροπής. Και πιο συγκεκριμένα, το πολιτικό σύστημα και η κοινωνία δεν μπορούν να διαχειριστούν με τρόπο συναινετικό και εθνικά επωφελή την τελευταία πράξη εξόδου από το Μνημόνιο. Εν τω μεταξύ, οι «διεθνείς αγορές» έστειλαν τα πρώτα μηνύματα με την άνοδο των spreads. Ακόμα και αν είναι συγκυριακή, συνιστά προειδοποίηση. Στον σημερινό κόσμο του παγκοσμιοποιημένου χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού, οι «διεθνείς αγορές» ψηφίζουν. Δεν ψηφίζουν ΝΔ ή ΣΥΡΙΖΑ.
Ψηφίζουν με κριτήριο το λεγόμενο country risk και τη γενικόλογη έννοια «εμπιστοσύνη». Αυτή έχει ασφαλώς στη σημερινή εποχή μια εκλεκτική συγγένεια με τον «νεοφιλελευθερισμό», αλλά δεν ταυτίζεται αναγκαστικά μαζί του, καθώς προεξάρχουν και άλλα κριτήρια, όπως η σταθερότητα, η προβλεψιμότητα της πολιτικής κατάστασης και οι εκτιμήσεις για την πορεία μιας χώρας. Κοντολογίς, οι «διεθνείς αγορές» αντιμετωπίζουν την Ελλάδα ως σύνολο, την κρίνουν υπό το πρίσμα των εγγυήσεων που παρέχει η ΕΕ, η Γερμανία, το ΔΝΤ, ενώ αμφιβάλλουν για την ωριμότητα της χώρας να πορευτεί χωρίς τον εξωτερικό έλεγχο. Το πολιτικό σύστημα αλλά, για να μην κοροϊδευόμαστε, και η κοινωνία και τα μίντια κάνουν ό,τι μπορούν για να επιβεβαιώσουν τις αμφιβολίες.
Ειδικά το κομματικό σύστημα αδυνατεί να ορίσει ένα ελάχιστο επίπεδο εθνικής συναίνεσης που να ανταποκρίνεται στις νέες καταστάσεις του παγκοσμιοποιημένου πλαισίου και στην παρατεινόμενη αστάθεια της ευρωζώνης. Εδώ έγκειται η μέγιστη διαφορά του παλαιού μεταπολιτευτικού δικομματισμού ΝΔ - ΠΑΣΟΚ με τον σημερινό μικρό και επικίνδυνο δικομματισμό ΝΔ - ΣΥΡΙΖΑ της Ελλάδας της χρεοκοπίας. Ο πρώτος είχε τους πόρους και τον χρόνο που του έδιναν είτε τα εθνικά εργαλεία πολιτικής στη δεκαετία του '80 είτε η ευημερία που προσέφερε το ευρώ από τα τέλη της δεκαετίας του '90 ώς την κρίση του 2008. Ο σημερινός δικομματισμός δεν έχει ούτε το ένα ούτε το άλλο. Γι' αυτό θα αποδειχθούν τελείως λαθεμένες οι πολιτικές τακτικές που βασίζονται στην επανάληψη του παλαιού μοντέλου.
Αυτό αφορά πρωτίστως τον ΣΥΡΙΖΑ και τον Αλ. Τσίπρα που έχουν κάνει την επιλογή του «ροζ ΠΑΣΟΚ». Φαντασιώνονται ΠΑΣΟΚ 1977-81 και Ανδρέα, αλλά είναι πολύ πιθανόν να αποδειχτούν ΠΑΣΟΚ 2009-10 και Γιώργος. Ενα φιάσκο του ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνησης θα είχε ένα στοιχείο ιστορικής δικαιοσύνης, γιατί υπήρξε το κατεξοχήν κόμμα που υποκίνησε το εμφυλιοπολεμικό πνεύμα στην περίοδο της χρεοκοπίας. Ομως, το κόστος της αποτυχίας του θα είναι καταστροφικό για τη χώρα. Σήμερα φαίνεται δύσκολο ο ΣΥΡΙΖΑ να αποφασίσει εν ψυχρώ να συγκρουστεί μετωπικά με την ΕΕ και το ευρώ. Το πρόβλημα είναι ότι τα οργανωμένα συμφέροντα που εκφράζει, οι προσδοκίες επιστροφής των «κεκτημένων» που έχει μοιράσει, το βάρος των δικτύων του βαθέος ΠΑΣΟΚ που ενσωμάτωσε, αλλά και η πολιτική κουλούρα του μεσαίου στελεχικού δυναμικού του δημιουργούν μια δυναμική ασύμβατη με την αποτελεσματική διακυβέρνηση στο πλαίσιο της ευρωζώνης. Από αυτή την άποψη, η κριτική που του ασκούν το ΚΚΕ και οι άλλες ομάδες της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, ότι αν ο ΣΥΡΙΖΑ ήθελε να μείνει πιστός στο πρόγραμμά του θα έπρεπε να διαλέξει τη δραχμή, είναι σωστή. Δεδομένων αυτών, είναι περιττό να ρωτάς τον Αλ. Τσίπρα ή τον Γ. Σταθάκη τι θα κάνουν με το ευρώ και τους δανειστές, ούτε έχει σημασία να μεγαλοποιείς τις συμβολικές κινήσεις της ηγεσίας με σκοπό να την «καναλιζάρεις» (εδώ η λέξη ταιριάζει απολύτως) στον ρεαλισμό. Η πρόθεση προσαρμογής σε αυτό το στελεχικό επίπεδο είναι σχεδόν βέβαιη. Η δυνατότητα όμως να επιτευχθεί στον ελάχιστο χρόνο που θα διαθέτει η Ελλάδα είναι εξαιρετικά συζητήσιμη. Τα πρώτα βήματα της εξουσίας ΣΥΡΙΖΑ στην Περιφέρεια Αττικής αναδεικνύουν το πρόβλημα. Είναι πάντως σαφές ότι ακόμα και ο ΣΥΡΙΖΑ θα επωφελούνταν αν το πολιτικό σκηνικό έπαυε να είναι εμφυλιοπολεμικό, γιατί σε περίπτωση που βρεθεί στην κυβέρνηση θα διευκολυνόταν να επιχειρήσει την εξαιρετικά δύσκολη προσαρμογή.
Αλλά και το κυβερνητικό στρατόπεδο, κυρίως η ΝΔ, βρίσκονται σε μια περίοδο σύγχυσης και αμφιβολίας. Η «λαϊκιστική» επιλογή μετά τις ευρωεκλογές όχι μόνο δεν απέδωσε δημοσκοπικά, αλλά φαίνεται να λειτουργεί διαλυτικά, διαμορφώνοντας μια ατμόσφαιρα εκλογικής ήττας από τα αποδυτήρια. Ο πειρασμός της ΝΔ να ανακάμψει επιχειρώντας μια «αντιμνημονιακή» στροφή στο παρά πέντε απλώς θα άνοιγε τον ασκό του Αιόλου. Εν προκειμένω, η ευθεία οδός της υπευθυνότητας είναι η αποδοτικότερη. Ομως ο «οδικός χάρτης» που παρουσίασε ο Πρωθυπουργός για να είναι ρεαλιστικός έχει τρεις προϋποθέσεις. Τη συναίνεση των ευρωπαίων εταίρων και των δανειστών. Την εμπιστοσύνη των «διεθνών αγορών» ώστε, αν καταφύγουμε σε αυτές, ο δανεισμός να συμφέρει και να δικαιολογεί την επιδιωκόμενη απομάκρυνση του ΔΝΤ. Η τρίτη, από την οποία εξαρτώνται οι δύο προηγούμενες, είναι η κυβέρνηση και η ΝΔ να πείσουν ότι μπορούν να προωθήσουν αποτελεσματικότερα κάποιες μεταρρυθμίσεις εντός και εκτός Μνημονίου στο πλαίσιο του ελληνικού μεταρρυθμιστικού συμφώνου (Greek pact). Και οι τρεις προϋποθέσεις εξυπηρετούνται καλύτερα αν το πολιτικό κλίμα ήταν λιγότερο πολωτικό και λειτουργούσαν κάποιες γέφυρες επικοινωνίας με την αντιπολίτευση. Η πρόσκληση πρέπει να είναι ανοιχτή παρά την κάθετη αντίθεση του ΣΥΡΙΖΑ.
Αν κάπως έτσι έχουν τα πράγματα, τότε βρισκόμαστε στη φάση που η λογική τής ελάχιστης εθνικής συνεννόησης εξυπηρετεί μεν την Ελλάδα, αλλά μοιάζει ελάχιστα ρεαλιστική. Αντιθέτως, κυριαρχεί η λογική τής ακραίας πόλωσης, παρότι δημιουργεί προβλήματα όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στους ίδιους τους πρωταγωνιστές της.
Υπάρχουν άραγε δυνάμεις στον πολιτικό χώρο, στην κοινωνία, στον επιχειρηματικό κόσμο και στα ΜΜΕ που θα αντισταθούν στην «έλξη» της πόλωσης; Μπορούν να εξασφαλιστούν πολιτικοί όροι μιας εθνικά συμφέρουσας εξόδου από τη χρεοκοπία χωρίς να μεσολαβήσει νέα υποτροπή; Αν ζητάμε από τους δανειστές περισσότερο χρόνο για την Ελλάδα, δεν πρέπει να τον δώσουμε εμείς στον εαυτό μας;
*Ο Γιάννης Βούλγαρης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Πάντειου Πανεπιστημίου
πηγή: tanea.gr
Σκοντάφτουμε ξανά στο ίδιο πρόβλημα. Η οικονομία αγωνίζεται να ανακάμψει, η πολιτική όμως και ο κομματικός ανταγωνισμός τείνουν να γίνουν αυτόνομοι παράγοντες νέας οικονομικής υποτροπής. Και πιο συγκεκριμένα, το πολιτικό σύστημα και η κοινωνία δεν μπορούν να διαχειριστούν με τρόπο συναινετικό και εθνικά επωφελή την τελευταία πράξη εξόδου από το Μνημόνιο. Εν τω μεταξύ, οι «διεθνείς αγορές» έστειλαν τα πρώτα μηνύματα με την άνοδο των spreads. Ακόμα και αν είναι συγκυριακή, συνιστά προειδοποίηση. Στον σημερινό κόσμο του παγκοσμιοποιημένου χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού, οι «διεθνείς αγορές» ψηφίζουν. Δεν ψηφίζουν ΝΔ ή ΣΥΡΙΖΑ.
Ψηφίζουν με κριτήριο το λεγόμενο country risk και τη γενικόλογη έννοια «εμπιστοσύνη». Αυτή έχει ασφαλώς στη σημερινή εποχή μια εκλεκτική συγγένεια με τον «νεοφιλελευθερισμό», αλλά δεν ταυτίζεται αναγκαστικά μαζί του, καθώς προεξάρχουν και άλλα κριτήρια, όπως η σταθερότητα, η προβλεψιμότητα της πολιτικής κατάστασης και οι εκτιμήσεις για την πορεία μιας χώρας. Κοντολογίς, οι «διεθνείς αγορές» αντιμετωπίζουν την Ελλάδα ως σύνολο, την κρίνουν υπό το πρίσμα των εγγυήσεων που παρέχει η ΕΕ, η Γερμανία, το ΔΝΤ, ενώ αμφιβάλλουν για την ωριμότητα της χώρας να πορευτεί χωρίς τον εξωτερικό έλεγχο. Το πολιτικό σύστημα αλλά, για να μην κοροϊδευόμαστε, και η κοινωνία και τα μίντια κάνουν ό,τι μπορούν για να επιβεβαιώσουν τις αμφιβολίες.
Ειδικά το κομματικό σύστημα αδυνατεί να ορίσει ένα ελάχιστο επίπεδο εθνικής συναίνεσης που να ανταποκρίνεται στις νέες καταστάσεις του παγκοσμιοποιημένου πλαισίου και στην παρατεινόμενη αστάθεια της ευρωζώνης. Εδώ έγκειται η μέγιστη διαφορά του παλαιού μεταπολιτευτικού δικομματισμού ΝΔ - ΠΑΣΟΚ με τον σημερινό μικρό και επικίνδυνο δικομματισμό ΝΔ - ΣΥΡΙΖΑ της Ελλάδας της χρεοκοπίας. Ο πρώτος είχε τους πόρους και τον χρόνο που του έδιναν είτε τα εθνικά εργαλεία πολιτικής στη δεκαετία του '80 είτε η ευημερία που προσέφερε το ευρώ από τα τέλη της δεκαετίας του '90 ώς την κρίση του 2008. Ο σημερινός δικομματισμός δεν έχει ούτε το ένα ούτε το άλλο. Γι' αυτό θα αποδειχθούν τελείως λαθεμένες οι πολιτικές τακτικές που βασίζονται στην επανάληψη του παλαιού μοντέλου.
Αυτό αφορά πρωτίστως τον ΣΥΡΙΖΑ και τον Αλ. Τσίπρα που έχουν κάνει την επιλογή του «ροζ ΠΑΣΟΚ». Φαντασιώνονται ΠΑΣΟΚ 1977-81 και Ανδρέα, αλλά είναι πολύ πιθανόν να αποδειχτούν ΠΑΣΟΚ 2009-10 και Γιώργος. Ενα φιάσκο του ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνησης θα είχε ένα στοιχείο ιστορικής δικαιοσύνης, γιατί υπήρξε το κατεξοχήν κόμμα που υποκίνησε το εμφυλιοπολεμικό πνεύμα στην περίοδο της χρεοκοπίας. Ομως, το κόστος της αποτυχίας του θα είναι καταστροφικό για τη χώρα. Σήμερα φαίνεται δύσκολο ο ΣΥΡΙΖΑ να αποφασίσει εν ψυχρώ να συγκρουστεί μετωπικά με την ΕΕ και το ευρώ. Το πρόβλημα είναι ότι τα οργανωμένα συμφέροντα που εκφράζει, οι προσδοκίες επιστροφής των «κεκτημένων» που έχει μοιράσει, το βάρος των δικτύων του βαθέος ΠΑΣΟΚ που ενσωμάτωσε, αλλά και η πολιτική κουλούρα του μεσαίου στελεχικού δυναμικού του δημιουργούν μια δυναμική ασύμβατη με την αποτελεσματική διακυβέρνηση στο πλαίσιο της ευρωζώνης. Από αυτή την άποψη, η κριτική που του ασκούν το ΚΚΕ και οι άλλες ομάδες της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, ότι αν ο ΣΥΡΙΖΑ ήθελε να μείνει πιστός στο πρόγραμμά του θα έπρεπε να διαλέξει τη δραχμή, είναι σωστή. Δεδομένων αυτών, είναι περιττό να ρωτάς τον Αλ. Τσίπρα ή τον Γ. Σταθάκη τι θα κάνουν με το ευρώ και τους δανειστές, ούτε έχει σημασία να μεγαλοποιείς τις συμβολικές κινήσεις της ηγεσίας με σκοπό να την «καναλιζάρεις» (εδώ η λέξη ταιριάζει απολύτως) στον ρεαλισμό. Η πρόθεση προσαρμογής σε αυτό το στελεχικό επίπεδο είναι σχεδόν βέβαιη. Η δυνατότητα όμως να επιτευχθεί στον ελάχιστο χρόνο που θα διαθέτει η Ελλάδα είναι εξαιρετικά συζητήσιμη. Τα πρώτα βήματα της εξουσίας ΣΥΡΙΖΑ στην Περιφέρεια Αττικής αναδεικνύουν το πρόβλημα. Είναι πάντως σαφές ότι ακόμα και ο ΣΥΡΙΖΑ θα επωφελούνταν αν το πολιτικό σκηνικό έπαυε να είναι εμφυλιοπολεμικό, γιατί σε περίπτωση που βρεθεί στην κυβέρνηση θα διευκολυνόταν να επιχειρήσει την εξαιρετικά δύσκολη προσαρμογή.
Αλλά και το κυβερνητικό στρατόπεδο, κυρίως η ΝΔ, βρίσκονται σε μια περίοδο σύγχυσης και αμφιβολίας. Η «λαϊκιστική» επιλογή μετά τις ευρωεκλογές όχι μόνο δεν απέδωσε δημοσκοπικά, αλλά φαίνεται να λειτουργεί διαλυτικά, διαμορφώνοντας μια ατμόσφαιρα εκλογικής ήττας από τα αποδυτήρια. Ο πειρασμός της ΝΔ να ανακάμψει επιχειρώντας μια «αντιμνημονιακή» στροφή στο παρά πέντε απλώς θα άνοιγε τον ασκό του Αιόλου. Εν προκειμένω, η ευθεία οδός της υπευθυνότητας είναι η αποδοτικότερη. Ομως ο «οδικός χάρτης» που παρουσίασε ο Πρωθυπουργός για να είναι ρεαλιστικός έχει τρεις προϋποθέσεις. Τη συναίνεση των ευρωπαίων εταίρων και των δανειστών. Την εμπιστοσύνη των «διεθνών αγορών» ώστε, αν καταφύγουμε σε αυτές, ο δανεισμός να συμφέρει και να δικαιολογεί την επιδιωκόμενη απομάκρυνση του ΔΝΤ. Η τρίτη, από την οποία εξαρτώνται οι δύο προηγούμενες, είναι η κυβέρνηση και η ΝΔ να πείσουν ότι μπορούν να προωθήσουν αποτελεσματικότερα κάποιες μεταρρυθμίσεις εντός και εκτός Μνημονίου στο πλαίσιο του ελληνικού μεταρρυθμιστικού συμφώνου (Greek pact). Και οι τρεις προϋποθέσεις εξυπηρετούνται καλύτερα αν το πολιτικό κλίμα ήταν λιγότερο πολωτικό και λειτουργούσαν κάποιες γέφυρες επικοινωνίας με την αντιπολίτευση. Η πρόσκληση πρέπει να είναι ανοιχτή παρά την κάθετη αντίθεση του ΣΥΡΙΖΑ.
Αν κάπως έτσι έχουν τα πράγματα, τότε βρισκόμαστε στη φάση που η λογική τής ελάχιστης εθνικής συνεννόησης εξυπηρετεί μεν την Ελλάδα, αλλά μοιάζει ελάχιστα ρεαλιστική. Αντιθέτως, κυριαρχεί η λογική τής ακραίας πόλωσης, παρότι δημιουργεί προβλήματα όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στους ίδιους τους πρωταγωνιστές της.
Υπάρχουν άραγε δυνάμεις στον πολιτικό χώρο, στην κοινωνία, στον επιχειρηματικό κόσμο και στα ΜΜΕ που θα αντισταθούν στην «έλξη» της πόλωσης; Μπορούν να εξασφαλιστούν πολιτικοί όροι μιας εθνικά συμφέρουσας εξόδου από τη χρεοκοπία χωρίς να μεσολαβήσει νέα υποτροπή; Αν ζητάμε από τους δανειστές περισσότερο χρόνο για την Ελλάδα, δεν πρέπει να τον δώσουμε εμείς στον εαυτό μας;
*Ο Γιάννης Βούλγαρης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Πάντειου Πανεπιστημίου
πηγή: tanea.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου